Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νυκτερόβιος

См. также в других словарях:

  • νυκτερόβιος — α, ο (Α νυκτερόβιος, ον) (για ζώα) αυτός που ζει κατά τη διάρκεια τής νύχτας ή αυτός που αναζητά την τροφή του τη νύχτα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νυκτερόβιος εντομολ. η νυκτερίβια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + βίος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • νυκτερόβια — νυκτερόβιος feeding by night neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • νυκτίβιος — νυκτίβιος, ον (Α) (κατά τον Φώτ. και τον Ησύχ.) «νυκτερόβιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βίος (πρβλ. θαλασσό βιος] …   Dictionary of Greek

  • νύκτιος — α, ο (Α νύκτιος, ία, ον) νυχτερινός, νυκτερόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κατάλ. ιος. Το επίθ. πιθ. έχει σχηματιστεί από τα συνθ. σε νύκτιος (πρβλ. επι νύκτιος, ολονύκτιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»