-
1 νυκτερό-βιος
νυκτερό-βιος, bei Nacht lebend oder seinen Lebensunterhalt suchend, Arist. H. A. 1, 1, 28.
-
2 νυκτερόβιος
-
3 νυκτεροβιος
См. также в других словарях:
λιπόβιοι — λιπόβιοι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεκροί». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό βιος, νυκτερό βιος] … Dictionary of Greek
λυπρόβιος — λυπρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + βιος (< βίος), πρβλ. λιμνό βιος, νυκτερό βιος] … Dictionary of Greek