Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βελόνη

См. также в других словарях:

  • βελόνη — needle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελόνῃ — βελόνη needle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελόνη — Εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα που εκδιδόταν στην Ερμούπολη της Σύρου. Παρότι ήταν βραχύβια (16 Μαΐου έως 27 Ιουνίου 1877), θεωρείται από τις αντιπροσωπευτικότερες του είδους στην ελληνική επαρχία. * * * βλ. βελόνα …   Dictionary of Greek

  • βελόνη — η η βελόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ‘Υννις ἐξέπεσε, βελόνη δ’ οὖν ἐγένετο. — См. Променять шило на свайку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅσον ἐξέπεσε τὀ ὐννίν πάλιν βελόνη σώζει. — См. Променять шило на свайку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βελόναι — βελόνη needle fem nom/voc pl βελόνᾱͅ , βελόνη needle fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελόνηι — βελόνῃ , βελόνη needle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελονῶν — βελόνη needle fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελόναις — βελόνη needle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελόναισιν — βελόνη needle fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»