-
1 βελόνη
-
2 βελόνη
βελόνη u. βελονίς, die Spitze, bes. Nadel; ein Fisch, Hornhecht -
3 βελονίς
βελόνη u. βελονίς, die Spitze, bes. Nadel; ein Fisch, Hornhecht -
4 κνηστίς
-
5 ἐπι-χλιαίνω
ἐπι-χλιαίνω, auf der Oberfläche, darauf warm machen, erwärmen, τῇ βελόνῃ τὸν κηρὸν ἐπιχλιάνας Luc. Alex. 21. – Pass. wärmer werden, Hippocr.
-
6 ῥαπίς
-
7 ῥαφίς
См. также в других словарях:
βελόνη — needle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελόνῃ — βελόνη needle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελόνη — Εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα που εκδιδόταν στην Ερμούπολη της Σύρου. Παρότι ήταν βραχύβια (16 Μαΐου έως 27 Ιουνίου 1877), θεωρείται από τις αντιπροσωπευτικότερες του είδους στην ελληνική επαρχία. * * * βλ. βελόνα … Dictionary of Greek
βελόνη — η η βελόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
‘Υννις ἐξέπεσε, βελόνη δ’ οὖν ἐγένετο. — См. Променять шило на свайку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅσον ἐξέπεσε τὀ ὐννίν πάλιν βελόνη σώζει. — См. Променять шило на свайку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βελόναι — βελόνη needle fem nom/voc pl βελόνᾱͅ , βελόνη needle fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελόνηι — βελόνῃ , βελόνη needle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελονῶν — βελόνη needle fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελόναις — βελόνη needle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελόναισιν — βελόνη needle fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)