-
21 κολλώ
κολλάω 1. μετ.1) клеить, склеивать; наклеивать, приклеивать; 2) паять, припаивать; сваривать (металл); 3) прицеплять; 4) перен. заражать (болезнью); μου κόλλησες και μένα γρίππη ты и меня заразил гриппом; 5) схватывать (болезнь), заражаться; αυτός κόλλησε γρίππη он схватил грипп; 6) приставать (к кому-л.), передаваться (кому-л. — о болезни); 7) приставать, надоедать, докучать; 8) перен. приписывать (кому-л. что-л.);κολλώ ρετσινιά — приклеивать ярлык;
2. αμετ.1) липнуть; приклеиваться; 2) припаиваться; привариваться; 3) застревать; зацеп литься; 4) перен. привязываться, приставать; της κόλλησε από κοντά (или από πίσω) он пристал, привязался к ней; 5) перен. привязываться, становиться неотвязным (о какой-л. мысли, чувстве); 6) садиться (о пыли); 7).подгорать (о пище); 8) присыхать; 9) прижиматься; 10) присасываться (тж. перен.);κολλ σαν βδέλλα — присосаться как пиявка;
11) худеть, тощать;§ δεν κολλας — а) ты невыносим;
б) твой усилия напрасны;δεν κολλάεν — этому никто не верит;
κολλώ κάποιον στον τοίχο — а) припереть кого-л. к стенке; — заставить кого-л. замолчать; — б) смешать кого-л. с грязью
-
22 βδελλών
-
23 βδελλῶν
-
24 βδέλλη
-
25 βδέλλῃ
-
26 λιμνήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιμνήτης
-
27 τετραετικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραετικός
-
28 ἐμφύω
A implant, θεὸς δέ μοι ἐν φεσὶν οῐμας παντοίας ἐνέφυσεν planted them in my soul, Od.22.348;ἐμφῦσαι ἔρωτά τινι X.Mem.1.4.7
; νόον τινί Eleg. ap. Ath.7.337f, cf. Ph.1.631,al.II [voice] Pass., with [tense] pf. ἐμπέφῡκα and [tense] aor. 2 ἐνέφῡν: [tense] pf. subj.ἐμπεφύῃ Thgn.396
:1 grow in or on, τινί, ὅθι τε τρίχες ἱππων κρανίῳ ἐμπεφύασι ([dialect] Ep. for ἐμπεφύκασι) Il.8.84;τὰ ἐμφυόμενα Hp.
Aër.5; ἐμφύεσθαι ἐν [ νήσῳ] Hdt.2.156: hence of qualities, φθόνος ἀρχῆθεν ἐμφύεται ἀνθρώπῳ is implanted in him, Id.3.80; ᾧ (sc. μάντει)τἀληθὲς ἐμπέφυκεν S.OT 299
;τὸ πιστὸν ἐμφῦναι φρενί Id.OC 1488
;πάντ' ἐμπέφυκε τῷ γήρᾳ κακά Id.Fr. 949
;τὸ μῶρον γυναιξὶν ἐμπέφυκε E.Hipp. 967
; οὐδεὶς Χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι is set by nature on the body, Id.Med. 519;κακία τῇ πόλει ἐμφύεται X.Mem.3.5.17
, etc.: the [tense] pf. part. abs., innate,νόσημα πόλεως ἐ. Pl. Lg. 736a
, cf. 863b.2 to be rooted in, cling closely, ὣς ἔχετ' ἐμπεφῠυῖα ([dialect] Ep. part. ) she hung on clinging, Il.1.513; ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ Χειρί clung fast to his hand, clasped his hand tight, as a warm greeting, 6.253, etc.;ἔφυν ἐν Χερσί Od.10.397
;ἐν Χείρεσσι φύοντο 24.410
; so χεῖρες.. ἐμπεφυκυῖαι ἦσαν τοῖσι ἐπισπαστῆρσι stuck fast to the handles, Hdt.6.91;ἐμφύντε τῷ φύσαντι S.OC 1113
, cf.E. Ion 891 (anap.); ὀδὰξ ἐν Χείλεσι φύντες biting the lips hard, in suppressed anger, Od.1.381, 18.410, 20.268 (so ἐμφῦσαι ὀδόντας to fix the teeth in, Ael.NA14.8);ἀμὺξ ἐμφῦναι Nic.Th. 131
: c. gen., D.H.11.31 (s.v.l.): abs.,ἐμφύς Hdt.3.109
;ἐμφὺς ὡς βδέλλα Theoc.2.56
; ἐμπεφυκὼς πόνος fixed pain, Archig. ap. Gal.8.110.3 metaph., cling to,ταῖς ἐλπίσι καὶ ταῖς παρασκευαῖς Plu.2.342c
;τοῖς ἠθικοῖς καὶ πολιτικοῖς δόγμασι Id.Cat.Mi. 4
;τοῖς πολεμίοις Id.Nic.14
;τὴν πόλιν ἀφέντας -φῦναι ταῖς ναυσίν Id.Them.9
. -
29 ἐμφύω
ἐμ-φύω, (1) einpflanzen, (durch die Geburt) einflößen; ϑεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν, ein Gott hat mir Gesangweisen eingepflanzt; τοὺς ὀδόντας, d. i. die Zähne fest einbeißen. (2) angeboren werden, darin entstehen, angeboren, angeschaffen sein; darin wachsen. Gew. übertr., (a) festhalten; Θέτις ὡς ἥψατο γούνων, ὥς ἔχετ' ἐμπεφυυῖα, gleichsam angewachsen; oft ἐν δ' ἄρα οἱ φῠ χειρί, er faßte ihn fest bei der Hand, drückte ihm die Hand; ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, die Lippen fest einbeißen; allgemeiner, ἐμφύντε τῷ φύσαντι, fest umschlingen; ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις βδέλλα, fest angesogen; ἐνεφύοντο ἀλλήλοις καὶ κατεφίλουν, sie umarmten sich; auch geistig: an etwas festhalten; ἐμφῠναι ταῖς ναυσίν, sich fest darauf verlassen. (b) von geistigen u. sittlichen Anlagen u. Zuständen -
30 βδάλλω
Grammatical information: v.Meaning: `milk (cows)' (Pl.).Other forms: mostly present (rare aorists βδάλας, βδήλαιο). Also βδέλλω (sch. Theocr. 11, 34). Cf. βδέλλα `leech'.Derivatives: βδάλσις `suction' (Gal.). Difficult βδαλοί ῥαφίδες (`garfish, Belone acus') θαλάσσιαι. καὶ φλέβες κρισσώδεις (`varicose veins') H. (not a mistake for βελόνη); βελλαι `id.' H., misread for βδαλοί, or a variant of *βδελλαι?.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: That βδάλλω looks like a zero grade of βδέλλ-(α) is no doubt deceptive. The meaning `leech' and the group βδ- show that it is a Pre-Gr. word, as does the - λλ- (perh. bdaly-, or *byaly-). If βδαλοί does belong here, it shows Pre-Gr. - λλ\/λ-.Page in Frisk: 1,229Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βδάλλω
-
31 βδέλλιον
Grammatical information: n.Meaning: `(aromatic) gum of the oriental wine palm' (Dsc., Plin.).Other forms: also βδέλλα (J.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.Etymology: Oriental LW [loanword], cf. Hebr. bedōlaḥ, Acc.. budulḫu. S. Lewy Fremdw. 45, Schrader-Nehring Reallex. 1, 84f.Page in Frisk: 1,229Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βδέλλιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βδέλλα — βδέλλᾱ , βδέλλα leech fem nom/voc/acc dual βδέλλᾱ , βδέλλα leech fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… … Dictionary of Greek
βδέλλα — η 1. υδρόβιο σκουλήκι των γλυκών νερών που πίνει αίμα και το χρησιμοποιούσαν παλιά για τοπικές αφαιμάξεις. 2. μτφ., ο άνθρωπος που προσκολλάται σε κάποιον για να αποκομίσει κέρδος, ο ενοχλητικός, το τσιμπούρι: Κόλλησε στην παρέα μας σαν βδέλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βδέλλας — βδέλλᾱς , βδέλλα leech fem acc pl βδέλλᾱς , βδέλλα leech fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλαι — βδέλλα leech fem nom/voc pl βδέλλᾱͅ , βδέλλα leech fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλαν — βδέλλᾱν , βδέλλα leech fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελλέων — βδέλλα leech fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελλῶν — βδέλλα leech fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλαις — βδέλλα leech fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλης — βδέλλα leech fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλῃ — βδέλλα leech fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)