Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βδέλλα

  • 1 sangsue

    βδέλλα

    Dictionnaire Français-Grec > sangsue

  • 2 пиявка

    пиявк||а
    ж ἡ βδέλλα:
    ставить \пиявкаи βάζω βδέλλες· пристал как \пиявка разг (μοῦ) κόλλησε σάν βδέλλα.

    Русско-новогреческий словарь > пиявка

  • 3 пиявка

    зоол. η βδέλλα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пиявка

  • 4 присасываться

    присасываться
    несов прям., перен προσκολλώμαι, κολλῶ:
    \присасываться как пиявка κολλώ σάν βδέλλα

    Русско-новогреческий словарь > присасываться

  • 5 leech

    [li: ]
    (a kind of blood-sucking worm.) βδέλλα

    English-Greek dictionary > leech

  • 6 вампир

    α.
    1. βρυκόλακας, μορμολύκιο.
    2. άγριος εκμεταλλευτής, αιμοπότης, βδέλλα του λαού,δημοβόρος.
    3. τερατώδης νυχτερίδα.

    Большой русско-греческий словарь > вампир

  • 7 впить

    вопью, вопьёшь, παρλθ. χρ. впил, -ла, -ло, προστκ. впей ρ.σ.
    βλ. впивать.
    1. κολλώ, προσκολλιέμαι (για ρούφηγμα)•

    пиявка -лась в ногу η βδέλλα κόλλησε στο πόδι•

    клещ -лся το τσιμπούρι κόλλησε.

    || ροφώ, ρουφώ (με τα χείλη, το στόμα). || γαντζώνομαι•

    волк -лся в шею лошади ο λύκος έπιασε το άλογο από το λαιμό.

    2. μπήγομαι, μπαίνω•

    в палец мне впилась иголка στο δάχτυλο μου μπήκε το βελόνι.

    || προσέχω πολύ, απορροφιέμαι• καρφώνω τα μάτια.
    3. (απλ.) συνηθίζω.

    Большой русско-греческий словарь > впить

  • 8 кровопийца

    α. κ. θ. αιμοβόρος, βδέλλα, σκληρός, άσπλαχνος άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > кровопийца

  • 9 липкий

    επ., βρ: -пок, -пка, -пко
    κολλώδης, ιξώδης. || μτφ. προσκολλώμενος, βδέλλα, κολλιτσίδα, τσιμπούρι.

    Большой русско-греческий словарь > липкий

  • 10 пиявка

    θ.
    1. (α)βδέλλα•

    ставить -и βάζω αβδέλλες•

    ловить -и πιάνω αβδέλλες.

    2. εκμεταλλευτής.

    Большой русско-греческий словарь > пиявка

  • 11 привязать

    -вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δένω, προσδένω•

    привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•

    привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.

    2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•

    болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.

    3. εμπνέω αφοσίωση.
    4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.
    1. δένομαι, προσδένομαι.
    2. μτφ. αφοσιώνομαι.
    3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.
    4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привязать

  • 12 присосать

    -осу, -осшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. присосанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ. ροφώ• αντλώ•

    присосать воду нэсосом βγάζω νερό με την υδραντλία.

    κολλώ, επικάθομαι σφιχτά•

    пиявка -ла η βδέλλα κόλλησε (για να ρουφήξει αίμα).

    || χώνομαι, παρεισδύω• εισχωρώ επιτήδεια υπεισέρχομαι• παρεισφρέω.

    Большой русско-греческий словарь > присосать

  • 13 сосать

    сосу, сосёшь-ρ.δ.μ.
    1. βυζαίνω•

    ребнок сост молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα.

    || γλείφω, πιπιλίζω•

    сосать конфету πιπιλίζω την καραμέλα.

    || μτφ. μυζώ, απομυζώ•

    сосать палец βυζαίνω το δάχτυλο.

    || ρουφώ•

    сосать чай ρουφώ το τσάι.

    || πίνω•

    пиявка сосёт кровь η βδέλλα πίνει (ρουφά) το αίμα.

    2. (για φυτά, ρίζες) εκμυζώ. || αποσπώ χρήματα επιτήδεια.
    3. κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι από την πείνα, εξάντληση.
    4. μτφ. βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω•

    тоска сост сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά.

    1. βυζαίνω, θηλάζω.
    2. εκμυζούμαι• απομυζούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сосать

  • 14 Leech

    subs.
    P. βδέλλα, ἡ (Hdt.).
    Physician: P. and V. ἰατρός, ὁ; see Doctor.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Leech

См. также в других словарях:

  • βδέλλα — βδέλλᾱ , βδέλλα leech fem nom/voc/acc dual βδέλλᾱ , βδέλλα leech fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • βδέλλα — η 1. υδρόβιο σκουλήκι των γλυκών νερών που πίνει αίμα και το χρησιμοποιούσαν παλιά για τοπικές αφαιμάξεις. 2. μτφ., ο άνθρωπος που προσκολλάται σε κάποιον για να αποκομίσει κέρδος, ο ενοχλητικός, το τσιμπούρι: Κόλλησε στην παρέα μας σαν βδέλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βδέλλας — βδέλλᾱς , βδέλλα leech fem acc pl βδέλλᾱς , βδέλλα leech fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλαι — βδέλλα leech fem nom/voc pl βδέλλᾱͅ , βδέλλα leech fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλαν — βδέλλᾱν , βδέλλα leech fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελλέων — βδέλλα leech fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελλῶν — βδέλλα leech fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλαις — βδέλλα leech fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλης — βδέλλα leech fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλῃ — βδέλλα leech fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»