-
1 θαλασσίαι
θαλασσίᾱͅ, θαλάσσιοςof: fem dat sg (attic doric aeolic)θαλασσίᾱͅ, θαλασσίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 θαλάσσιαι
θαλάσσιοςof: fem nom /voc plθαλασσίαfem nom /voc pl -
3 ἁλοσ-ύδνη
ἁλοσ-ύδνη, ἡ, Meergöttin, vielleicht eigentl. = aus dem Meere entsprossen, verw. ὕδνης, vgl. ὑδατοσύδνη; Hom. zweimal, Iliad. 20, 207 Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης, Od. 4, 404 φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης, wohl der Amphitrite; – Ap. Rh. 4, 1599 nennt die Nereiden ϑύγατρες ἁλοσύδναι, wo der Schol. erkl. ϑαλάσσιαι, ἀπὸ τοῦ ἐν ἁλὶ δύνειν.
-
4 ζεσις
- εως ἥ кипение(ζ. τε καὴ ζύμωσις Plat.; τοῦ αἵματος Arst.)
μέχρι ζέσεως Arst., Plut. — до (точки) кипения:ζ. τῆς ψυχῆς Plat. — кипение души, бушевание страстей;ζέσεις θαλάσσιαι Plut. — морское волнение -
5 βδαλοί
βδαλοί· ῥαφίδες θαλάσσιαι, καὶ φλέβες κρισσώδεις, Hsch. -
6 βέλλαι
βέλλαι· ῥαφίδες θαλάσσιαι, Hsch. [full] βέλλιον· ἀτυχές (Cret.), Id. [full] βέλλιρ· τρυφάλεια ([dialect] Lacon.), Id. [full] βέλλομαι, -
7 θαλάσσιος
θᾰλάσσ-ιος, later [dialect] Att. [suff] θᾰλάσς-ττιος, α, ον, also ος, ον E.IT 236: ([etym.] θάλασσα):—A of, in, on, or from the sea,οὔ σφι θ. ἔργα μεμήγει Il.2.614
;κορῶναι εἰνάλιαι, τῇσίν τε θ. ἔργα μέμηλεν Od.5.67
;θ. βίος Archil.51
;χέλυς Alc.51
; θ. ἀνέμων ῥιπαί, κλύδων, Pi.N.3.59, E.Med.28;Χάριτες Lyr.Adesp.85.11
; ὁ θ. [Ποσειδῶν] Ar.Pl. 396; of animals, opp. χερσαῖα, Hdt.2.123, cf. Pl. Euthd. 298d, Arist.HA 487a26; πεζοί τε καὶ θ. landsmen and seamen, A.Pers. 558 (lyr.); θ. ἐκρῖψαί τινα to thro wone into the sea, S.OT 1411; θ. νεκρός, of one drowned, Thgn.1229; πλοῖον θ. sea-going vessel, POxy.1288.6 (iv A.D.).II θαλάσσιαι, αἱ, name of certain priestesses at Cyzicus, CIG3657.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλάσσιος
-
8 βδάλλω
Grammatical information: v.Meaning: `milk (cows)' (Pl.).Other forms: mostly present (rare aorists βδάλας, βδήλαιο). Also βδέλλω (sch. Theocr. 11, 34). Cf. βδέλλα `leech'.Derivatives: βδάλσις `suction' (Gal.). Difficult βδαλοί ῥαφίδες (`garfish, Belone acus') θαλάσσιαι. καὶ φλέβες κρισσώδεις (`varicose veins') H. (not a mistake for βελόνη); βελλαι `id.' H., misread for βδαλοί, or a variant of *βδελλαι?.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: That βδάλλω looks like a zero grade of βδέλλ-(α) is no doubt deceptive. The meaning `leech' and the group βδ- show that it is a Pre-Gr. word, as does the - λλ- (perh. bdaly-, or *byaly-). If βδαλοί does belong here, it shows Pre-Gr. - λλ\/λ-.Page in Frisk: 1,229Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βδάλλω
См. также в других словарях:
θαλασσίαι — θαλασσίᾱͅ , θαλάσσιος of fem dat sg (attic doric aeolic) θαλασσίᾱͅ , θαλασσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάσσιαι — θαλάσσιος of fem nom/voc pl θαλασσία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… … Dictionary of Greek