Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

έξω

  • 1 έξω

    [эксо] εκίρ. вне, снаружи,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έξω

  • 2 вон

    I вон II (прочь) έξω! выгнать \вон πετώ έξω; выйти \вон βγαίνω έξω \вон! φύγε! II вон Ι (вот) να, ιδού
    * * *
    I
    ( вот) να, ιδού
    II
    ( прочь) έξω!

    вы́гнать вон — πετώ έξω

    вы́йти вон — βγαίνω έξω

    Русско-греческий словарь > вон

  • 3 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 4 вне

    вне έξω, εκτός· \вне очереди χωρίς σειρά, αμέσως επιγόντως (срочно) \вне конкурса εκτός συναγωνισμού ◇ \вне себя έξω φρενών \вне всякого сомнения χωρίς καμιά αμφίβολα* \вне игры спорт, οφσάιντ
    * * *
    έξω, εκτός

    вне о́череди — χωρίς σειρά, αμέσως; επιγόντως ( срочно)

    вне ко́нкурса — εκτός συναγωνισμού

    ••

    вне себя́ — έξω φρενών

    вне вся́кого сомне́ния — χωρίς καμιά αμφιβολία

    вне игры́ — спорт. όφσαϊντ

    Русско-греческий словарь > вне

  • 5 высунуть

    высунуть βγάζω έξω \высунуть голову в окно βγάζω έξω απ' το παράθυρο το κεφάλι μου
    * * *

    вы́сунуть го́лову в окно́ — βγάζω έξω απ' το παράθυρο το κεφάλι μου

    Русско-греческий словарь > высунуть

  • 6 вне

    вне
    предлог с род. п. ἔξω, ἐκτος:
    \вне города ἔξω ἀπ' τήν πόλη· \вне дома ἐξω ἀπ' τό σπίτι· \вне конкурса ἐκτος συναγωνισ-μοῦ· \вне очереди ἀμέσως, ἐπειγόντως· \вне подозрений δξω ἀπό κάθε ὑπόνοια· \вне опасности ἐκτός κινδύνου· ◊ \вне всякого сомнения χωρίς καμμιά ἀμφιβολία· \вне закона ἐκτός νόμου· быть \вне себя εἶμαι ἐξω φρενών быть \вне себя от радости εἶμαι ἐξαλλος ἀπό χαρά.

    Русско-новогреческий словарь > вне

  • 7 вон

    вон I
    нареч (прочь) ἔξω:
    выйти \вон βγαίνω ἔξω· выгнать \вон διώχνω, βγάζω ἐξω· \вон отсюда! φύγε!, ἐξωΙ, ἔξω ἀπ' ἐδῶ!· ◊ лезть из ко́жи \вон βάζω ὀλα τά δυνατά· из рук \вон плохо πολύ ἄσχημα, ἐλεεινά, ἀπαίσια.

    Русско-новогреческий словарь > вон

  • 8 вне

    επίρ.
    έξω, εκτός•

    вне города έξω από την πόλη.

    πρόθ.
    χωρίς, εκτός, άνευ•

    вне очереди χωρίς σειρά•

    вне плана εκτός, πλάνου.

    εκφρ.
    вне всяких правил – έξω από κάθε κανόνα•
    - времени и пространства – εκτός χρόνου και χώρου•
    вне закона – εκτός νόμου•
    вне себя – εκτός εαυτού (έξω φρενών)•
    вне всякого сомнения – χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα, εκτός πάσης αμφιβολίας.

    Большой русско-греческий словарь > вне

  • 9 вылететь

    -лечу, -летишь ρ.σ.
    1. πετώ έξω•

    птица -ла из гнезда το πουλί πέταξε από τη φωλιά.

    || φεύγω πετώντας, αφίπταμαι. || πετάγομαι, πετιέμαι•

    пробка -ла с выстрелом το βούλωμα εκπυρσοκρότησε.

    || βγαίνω έξω γρήγορα•

    в испуге он -ел из кабинета καταφοβισμένος πετάχτηκε έξω από το γραφείο•

    машина опрокинулась и я -ел вон το αυτοκίνητο ανατράπηκε κι εγω πετάχτηκα έξω.

    2. εμφανίζομαι ξαφνικά, βγαίνω με ταχύτητα.
    3. μτφ. απολύομαι, διώχνομαι, πετιέμαι•

    вылететь из института διώχνομαι από το ινστιτούτο•

    вылететь из службы απολύομαι από την υπηρεσία;

    εκφρ.
    вылететь из головы, из памяти – ξεχνώ, δε θυμάμαι, μου διαφεύγει•
    вылететь в трубу – χρεοκοπώ, φαλίρω•
    вылететь пулей, стрелой – βγαίνω σαν σφαίρα, σαν βέλος, με αστραπιαία ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > вылететь

  • 10 вытащить

    -щу, -щишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, εξάγω• σέρνω, τραβώ προς τα έξω•

    вытащить мешок со склада σέρνω το τσουβάλι έξω από την αποθήκη.

    2. εκβάλλω, εκδιώκω•

    -ли пьяного из пивной έβγαλαν έξω το μεθυσμένο από τη μπυραρία.

    3. αφαιρώ, αποσπώ•

    -гвоздь βγάζω το καρφί•

    вытащить зуб βγάζω το δόντι•

    вытащить занозу βγάζω την αγκίδα.

    4. κλέβω, υπεξαιρώ•

    часы -ли у меня в автобусе μου ‘κλεψαν το ρολόι στο λεωφορείο.

    5. μτφ. τρομάζω, δυσκολεύομαι, δυσχεραίνομαι•

    вытащить мужа в театр τρομάζω να πάρω το σύζυγο στο θέατρο.

    6. γλυτώνω, απαλλάσσω•

    вытащить друга из беды βγάζω το φίλο από τη δυστυχία.

    βγαίνω, εξάγομαι•

    гвоздь -лся το καρφί βγήκε.

    Большой русско-греческий словарь > вытащить

  • 11 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 12 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

  • 13 улица

    θ.
    1. οδός (μεταξύ κτιρίων)•

    ленина οδός Λένιν•

    глухая улица ερημική οδός•

    улица колокотрониса οδός Κολοκοτρώνη.

    2. το έξω, ο ανοιχτός χώρος (ο εκτός οικοδομής χώρος)•

    на -е было темно έξω ήταν σκοτάδι•

    мальчик вышел на -у το παιδάκι βγήκε έξω (στο δρόμο)•

    он только что пришл с улицы αυτός μόλις ήρθε απ έξω.

    3. μτφ. περιβάλλον κακής διαπαιδαγώγησης, δρόμος•

    дети -ы παιδιά του δρόμου•

    девочка с -ы κορίτσι του δρόμου.

    || παλ. πλήθος μικροαστών, μικροσυμφεροντο-λόγων.
    εκφρ.
    на -е быть (оказаться, очутить(ся) – είμαι βρίσκομαι στο δρόμο (είμαι άστεγος, στερούμαι των μέσων ζωής)•
    с -ы – ο τυχών, τυχάρπαστος.

    Большой русско-греческий словарь > улица

  • 14 назубок

    назубок
    нареч разг ἀπ' ἐξω, ἀπ' ἐξω καί ἀνακατωτά:
    знать \назубок ξεύρω ἀπ' ἐξω.

    Русско-новогреческий словарь > назубок

  • 15 воздух

    α.
    1. αέρας•

    воздух состоит главным образом из кислорода и азота ο αέρας αποτελείται κυρίως από οξυγόνο και άζωτο.

    2. η ατμόσφαιρα.
    εκφρ.
    воздух! – αεροπλάνα! (προειδοποίηση για εμφάνιση εχθρικών αεροπλάνων)•
    на (открытом) -е – σε ανοιχτό χώρο, στο ύπαιθρο, έξω•
    на вольном -е – α) σε ανοιχτό χώρο. β) στην εξοχή•
    дышать (каким) -ом – ο αέρας που αναπνέω (το περιβάλλον, οι τάσεις, το ενδιαφέρο)•
    в -е носится – (για κοινωνικά φαινόμενα) επίκειται, πλησιάζει, μυρίζει•
    быть (бывать) в -е – περνώ την ώρα μου έξω (στον αέρα)•
    выйти на воздух – βγαίνω έξω στον αέρα•
    питаться -омειρν. τρέφομαι μ’ αέρα.
    -а, πλθ.α. (εκκλσ.) το κάλυμμα του δισκοπότηρου.

    Большой русско-греческий словарь > воздух

  • 16 выбросить

    -ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ έξω•

    он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•

    выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.

    || μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•

    в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.

    || μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•

    выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•

    выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.

    2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•

    выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•

    -винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.

    3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.
    4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.
    5. βγάζω, ρίχνω•

    выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.

    εκφρ.
    выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•
    -лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•
    выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.
    ρίχνομαι, πηδώ κάτω•

    он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.

    || εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбросить

  • 17 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 18 выкатить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κυλώ προς τα έξω.
    2. περνώ γρήγορα•

    из-за угла -ил велосипед από τη γωνία βγήκε και πέρασε γρήγορα ένα ποδήλατο.

    3. (απλ.) γουρλώνω τα μάτια.
    1. κυλώ, κυλιέμαι προς τα έξω•

    арбуз -лся из корзины το καρπούζι βγήκε και κύλισε έξω από το καλάθι.

    2. εμφανίζομαι, προβάλλω, βγαίνω•

    поезд медленно -лся из-за поворота το τραίνο αργά πρόβαλε από τη στροφή.

    || μτφ. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, το σκάζω•

    мы поспешно -лись за дверь εμείς βιαστικά το σκάσαμε από την πόρτα.

    3. (απλ) γουρλώνω τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > выкатить

  • 19 высунуть

    ρ.σ.μ.
    βγάζω έξω, εξάγω•

    высунуть голову из окна βγάζω το κεφάλι έξω από το παράθυρο•

    высунуть язык βγάζω τη γλώσσα.

    εκφρ.
    нельзя носу высунуть (из дому) – δεν τον αφήνουν (επιτρέπουν) να ξεμυτίσει έξω από το σπίτι.
    βγαίνω, προβάλλω, φαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > высунуть

  • 20 вытянуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вытянутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. τεντώνω•

    вытянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    вытянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    2. ισιάζω, ισιώνω, ευθυάζω τεντώνοντας,
    3. τραβώ, σύρω, βγάζω έξω. || αποσπώ, παίρνω•

    вытянуть благоприятный ответ αποσπώ ευνοϊκή απάντηση.

    4. τραβώ, βγάζω έξω•

    вытянуть дым вентиляцией τραβώ τον καπνό έξω με τον εξανεμιστήρα.

    || καταπίνω, κατεβάζω, τραβώ.
    5. αντέχω, βαστώ, κρατώ, υπομένω•

    он долго не -ет αυτός πολύ δε θ’ αντέξει.

    6. (απλ.) ξεπερνώ, υπερβαίνω (για ζύγι).
    7. χτυπώ, μαστιγώνω.
    εκφρ.
    вытянуть (всю) душу ή все жилы – βγάζω την ψυχή, καταβασανίζω ψυχικά•
    вытянуть ноги – τα τινάζω (τα πέταλλα), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι,
    2. ξαπλώνω, -ομαι.
    3. ισιάζω, ισιώνω, γίνομαι ίσιος, ευθύς• ευθυγραμμίζομαι.
    4. εκτείνομαι, απλώνομαι.
    5. μεγαλώνω, αυξαίνω στο ανάστημα, δίνω ανάστημα.
    εκφρ.
    лицо -лось, физиономия -лась – έγινε εκστατικός, έμεινε έκθαμβος.

    Большой русско-греческий словарь > вытянуть

См. также в других словарях:

  • έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔξω — out indeclform (adverb) ἔσσομαι sum. aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • έξω φρενών — περίφραση με σημασία επιθ. 1. (για πρόσωπα), που είναι έξω από τις φρένες του, έξω από τον εαυτό του, έξω από τη λογική, έξαλλος: Όταν τα άκουσε έγινε έξω φρενών. 2. (για πράγματα), εξωφρενικός, παράλογος, άνω ποταμών: Αυτά πουλες τώρα είναι έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἕξω — ἔχω check fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έξω Boυνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Έξω Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 19 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, ΒΑ του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης …   Dictionary of Greek

  • Έξω Γωνιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 331 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται 9 χλμ. Ν του οικισμού της Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Έξω Διδύμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 76 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου …   Dictionary of Greek

  • Έξω Λακκώνια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται 7 χλμ. ΒΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου …   Dictionary of Greek

  • Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»