Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παρατηρώ

См. также в других словарях:

  • παρατηρώ — παρατηρῶ, έω, ΝΜΑ [τηρώ] 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με το βλέμμα και με προσοχή, εξετάζω («παρατηρώ τις ηλιακές κηλίδες με το τηλεσκόπιο») 2. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου σε κάτι, προσέχω νεοελλ. 1. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω 2.… …   Dictionary of Greek

  • παρατηρώ — παρατηρώ, παρατήρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρατηρώ — παρατήρησα, παρατηρήθηκα, παρατηρημένος 1. παρακολουθώ, εξετάζω: Παρατηρώ τις αντιδράσεις των παιδιών στην τάξη. 2. βλέπω, διακρίνω, διαπιστώνω: Τελευταία παρατήρησα κάποια μεταβολή στις σχέσεις σου μαζί μου. 3. ελέγχω, κατακρίνω, μαλώνω: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρατηρῶ — παρατηρέω watch closely pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρατηρέω watch closely pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρατηρέω watch closely pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρατηρέω watch closely pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατηρώ — παρατηρώ, εξετάζω από μακριά («κάθεται και κατατηρεί [ή κατατηρά] τον θεριστή τού κάμπου», δημ. τραγ.) …   Dictionary of Greek

  • ξαγναντεύω — παρατηρώ από ψηλά και μακριά, επισκοπώ από μακριά και αντίκρυ, αγναντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αγναντεύω] …   Dictionary of Greek

  • τηρώ — (I) τηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάττω, κρατώ απαραβίαστο (α. «τηρώ τους νόμους» β. «τηρώ τον λόγο μου» γ. «δεῑ τὴν παρθένον πρὸ τοῡ σώματος μάλιστα τηρεῑν τὴν ψυχήν», Βασ. δ. «τὴν πίστιν τετήρηκα», ΚΔ) νεοελλ. εκτελώ ορισμένη υπηρεσία ή εργασία… …   Dictionary of Greek

  • περισκοπώ — έω, ΝΜΑ 1. παρατηρώ γύρω γύρω με προσοχή, κοιτάζω ολόγυρα, περιφέρω το βλέμμα μου γύρω 2. βλέπω κάτι και εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ, ερευνώ επακριβώς, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ κάτι («περισκοπῶν τὸν αἰγιαλὸν εὗρε μικρᾱς ἁλιάδος λείψανα», Πλούτ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

  • καταθεώμαι — καταθεῶμαι, άομαι (Α) 1. κατοπτεύω, βλέπω, παρατηρώ από ψηλό τόπο προς τα κάτω 2. παρατηρώ προσεκτικά 3. εξετάζω, μελετώ 4. λογαριάζω με τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θεῶμαι «βλέπω, παρατηρώ» (< θέα)] …   Dictionary of Greek

  • προσκαθορώ — άω, Α παρατηρώ συνάμα, παρατηρώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καθορῶ «βλέπω προς τα κάτω, παρατηρώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»