-
1 παρατηρώ
[паратиро] р. наблюдать, смотреть, рассматривать, замечатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρατηρώ
-
2 подметить
παρατηρώ, βλέπω, σημειώνω, αντιλαμβάνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подметить
-
3 наблюдать
ρ.δ.1. παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω, παρακολουθώ•наблюдать как играют дети βλέπω πως παίζουν τα παιδιά•
наблюдать течение звзд παρατηρώ την κίνηση των αστεριών•
наблюдать затмение луны παρατηρώ την έκλειψη του φεγγαριού•
наблюдать ход событий παρακολουθώ την πορεία των γεγονότων•
врач -ет больного ο γιατρός παρακολουθεί τον άρρωστο.
2. ερευνώ, σπουδάζω•-жизнь животных παρακολουθώ τηζωή των ζώων.
|| πηγαίνω στ αχνάρια, παρακολουθώ τις κινήσεις.3. επιβλέπω, παρατηρώ•наблюдать за порядком επιβλέπω την τάξη•
наблюдать за ребнком επιβλέπω το παιδάκι.
4. τηρώ, ακολουθώ κάτι πιστά.παρατηρούμαι, συναντιέμαι, έχω τα ίδια γνωρίσματα. || φανερώνομαι, εμφανίζομαι, σημειώνομαι. -
4 замечать
замечатьнесов1. (видеть, обращать внимание) παρατηρώ, προσέχω, ἀντιλαμβάνομαι, διαπιστώνω:\замечать чье-л. отсутствие ἀντιλαμβάνομαι τήν ἀπουσία κάποιου· \замечать чье-л. смущение παρατηρώ τήν ταραχή κάποιου·2. (отмечать) σημειώνω, βάζω σημάδι:\замечать время σημειώνω τήν ὠρα·3. (говорить, вставлять в разговор) λέγω, παρατηρώ. -
5 видеть
видеть βλέπω, παρατηρώ я хорошо (плохо) вижу βλέπω καλά (άσχημα) я не вижу δε βλέπω* * *βλέπω, παρατηρώя хорошо́ (пло́хо) ви́жу — βλέπω καλά (άσχημα)
я не ви́жу — δε βλέπω
-
6 выглядывать
выглядывать, выглянуть 1) παρατηρώ, κοιτάζω ( έξω) 2) (показаться) βγαίνω, προβάλλω \выглядыватьиз окна προβάλλω απ' το παράθυρο солнце выглянуло из-за туч о ήλιος βγήκε από τα σύννεφα* * *= выглянуть1) παρατηρώ, κοιτάζω (έξω)2) ( показаться) βγαίνω, προβάλλωвыгля́дывать из окна́ — προβάλλω απ’το παράθυρο
со́лнце вы́глянуло из-за туч — ο ήλιος βγήκε από τα σύννεφα
-
7 глядеть
глядеть 1) (смотреть) κοι τάζω, βλέπω 2) (присмотри вать) προσέχω, παρατηρώ* * *1) ( смотреть) κοιτάζω, βλέπω2) ( присматривать) προσέχω, παρατηρώ -
8 следить
следить 1) (наблюдать) παρακολουθώ 2) (присматривать) παρατηρώ, προσέχω* * *1) ( наблюдать) παρακολουθώ2) ( присматривать) παρατηρώ, προσέχω -
9 вглядеться
вглядетьсясов, вглядываться несов προσηλώνομαι, κυττάζω ἐρευνητικά, παρατηρώ μέ προσοχή (или ἀπό κοντά):\вглядеться в лицо παρατηρώ προσεκτικά τό πρόσωπο. -
10 высматривать
высматриватьнесов1. (откуда-л.) παρακολουθώ, παρατηρώ·2. (присматривать себе) διαλέγω, κοιτάζω γιά νά διαλέξω·3. (разглядывать, выслеживать) παρατηρώ μέ προσοχή[ν], ἐξετάζω. -
11 смотреть
смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -оρ.δ.1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•
смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•
смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•
смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•
новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.
|| μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.
|| μτφ. δίνω προσοχή•вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).
2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.3. επιβλέπω, παρακολουθώ•смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.
|| εξετάζω•доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.
|| (παλ.) επιθεωρώ•генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.
4. είμαι εστραμμένος•окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•
пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.
5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•
смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•
смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.
7. θέλω να γίνω•она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).
8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.9. προστκ. -и κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.εκφρ.смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•смотреть смерти – βλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•- я по чему – κρίνοντας από το ότι•что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.
-
12 заметить
1. (увидеть, приметить) παρατηρώ, ξεχωρίζω, βλέπω, διακρίνω 2. (отме-тить признаки, запомнить) αντιλαμβάνομαι, προσέχω 3. (сделать метку, пометить) σημειώνω, σημαδεύω 4. (сделать замечание, сказать) κάνω παρατήρηση, προβαίνω σε παρατήρηση, σημειώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заметить
-
13 наблюдать
(следить за явлением, процессом) παρατηρώπαρακολουθώεπιβλέπωεπιτηρώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наблюдать
-
14 рассматривать
1. (визуально) εξετάζω, παρατηρώ, μελετώ 2. (разбирать, обсуждать) μελετώ, εξετάζω, συζητώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассматривать
-
15 смотреть
1. (прибегать к помощи зрения, стараясь увидеть что-л.) κοιτάζω 2. (наблюдать за чем-л.) παρακολουθώ, παρατηρώ Засчитать, полагать, думать) νομίζω, σκέπτομαι, υπολογίζω, υποθέτω 4. (иметь попечение, заботиться ο ком-, чем-л.) επιβλέπωπροσέχω5. (осматривать) (с целью ознакомления) εξετάζω, (с целью проверки) επιθεωρώ 6. (знакомиться с содержанием чего-л.) μαθαίνω, γνωρίζω, ενημερώνομαι 7. (быть зрителем, присутствовать на каком-л. представлении) βλέπω, παρακολουθώ 8. (производить осмотр, освидетельствование кого-, чего-л.) εξετάζω, (επι)θεωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смотреть
-
16 телескоп
το τηλεσκόπι/ο, η διόπτραзеркальный - ανακλαστικό -, κατοπτρικό -менисковый - см. - Максутова наземный - επίγειο -- Шмидта το καταδιοπτρικό σύστημα, η κάμερα του Σμιτ (Schmidt)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > телескоп
-
17 заметить
-
18 наблюдать
наблюдать 1) παρατη ρω, παρακολουθώ 2) (следить за кем-чём-л.) επιβλέπω· προσέχω (присматривать)* * *1) παρατηρώ, παρακολουθώ2) (следить за кем-чем-л.) επιβλέπω; προσέχω ( присматривать) -
19 взглядывать
взглядыватьнесов, взглянуть сов παρατηρώ, ρίχνω μιά ματιά, κυττάζω, βλεπω. -
20 взирать
взира||тьнесов уст. ἀτενίζω, παρατηρώ, βλέπω· ◊ не \взиратья на ли́ца ἀνεξάρτητα (или ἄσχετα) ἀπό τά πρόσωπα.
См. также в других словарях:
παρατηρώ — παρατηρῶ, έω, ΝΜΑ [τηρώ] 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με το βλέμμα και με προσοχή, εξετάζω («παρατηρώ τις ηλιακές κηλίδες με το τηλεσκόπιο») 2. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου σε κάτι, προσέχω νεοελλ. 1. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω 2.… … Dictionary of Greek
παρατηρώ — παρατηρώ, παρατήρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρατηρώ — παρατήρησα, παρατηρήθηκα, παρατηρημένος 1. παρακολουθώ, εξετάζω: Παρατηρώ τις αντιδράσεις των παιδιών στην τάξη. 2. βλέπω, διακρίνω, διαπιστώνω: Τελευταία παρατήρησα κάποια μεταβολή στις σχέσεις σου μαζί μου. 3. ελέγχω, κατακρίνω, μαλώνω: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατηρῶ — παρατηρέω watch closely pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρατηρέω watch closely pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρατηρέω watch closely pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρατηρέω watch closely pres ind act 1st sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατηρώ — παρατηρώ, εξετάζω από μακριά («κάθεται και κατατηρεί [ή κατατηρά] τον θεριστή τού κάμπου», δημ. τραγ.) … Dictionary of Greek
ξαγναντεύω — παρατηρώ από ψηλά και μακριά, επισκοπώ από μακριά και αντίκρυ, αγναντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αγναντεύω] … Dictionary of Greek
τηρώ — (I) τηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάττω, κρατώ απαραβίαστο (α. «τηρώ τους νόμους» β. «τηρώ τον λόγο μου» γ. «δεῑ τὴν παρθένον πρὸ τοῡ σώματος μάλιστα τηρεῑν τὴν ψυχήν», Βασ. δ. «τὴν πίστιν τετήρηκα», ΚΔ) νεοελλ. εκτελώ ορισμένη υπηρεσία ή εργασία… … Dictionary of Greek
περισκοπώ — έω, ΝΜΑ 1. παρατηρώ γύρω γύρω με προσοχή, κοιτάζω ολόγυρα, περιφέρω το βλέμμα μου γύρω 2. βλέπω κάτι και εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ, ερευνώ επακριβώς, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ κάτι («περισκοπῶν τὸν αἰγιαλὸν εὗρε μικρᾱς ἁλιάδος λείψανα», Πλούτ.) 3 … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
καταθεώμαι — καταθεῶμαι, άομαι (Α) 1. κατοπτεύω, βλέπω, παρατηρώ από ψηλό τόπο προς τα κάτω 2. παρατηρώ προσεκτικά 3. εξετάζω, μελετώ 4. λογαριάζω με τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θεῶμαι «βλέπω, παρατηρώ» (< θέα)] … Dictionary of Greek
προσκαθορώ — άω, Α παρατηρώ συνάμα, παρατηρώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καθορῶ «βλέπω προς τα κάτω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek