-
61 встречать
встречатьнесов1. συναντώ, (συν)α-παντῶ, ἀνταμώνω·2. (получать, испытывать) συναντώ, βρίσκω:\встречать отказ παίρνω ἀρνητική ἀπάντηση· \встречать затруднения συναντώ δυσκολίες·3. (принимать) ὑποδέχομαι·4. (выходить навстречу) προϋπαντώ, ὑποδέχομαι, βγαίνω νά προϋπαντήσω· ◊ \встречать Новый год γιορτάζω τήν πρωτοχρονιά. -
62 всходить
всходитьнесов1. (подниматься) ἀνεβαίνω, ἀνέρχομαι·2. (о небесных светилах) ἀνατέλλω, βγαίνω·3. (о семенах) βλαστάνω, φύομαι, φυτρώνω, ξεφυτρώνω·4. (о тесте) φουσκώνω, ἀνεβαίνω, γίνομαι. -
63 выбиваться
выбивать||ся1. (выбираться) βγαίνω·2. (о волосах) πετιέμαι· ◊ \выбиватьсяся из сил ἀποκάμνω, ἐξαντλοῦμαι· \выбиватьсяся в люди γίνομαι ἀνθρωπος, προκόβω. -
64 выветриваться
выветривать||ся1. (о запахе) ἐξαερίζομαι, ἐξατμίζομαι·2. перен (из памяти) ἐξαλείφομαι, σβύνομαι ἀπό τή μνήμη, ξεχνιέμαι, βγαίνω ἀπό τό νοῦ·3. геол. διαβρώνομαι, χαλνῶ ἀπ· τόν ἀέρα. -
65 выводиться
выводить||ся1. (исчезать) ἐξαφανίζομαι, ἐξαλείφομαι/ παλιώνω, δέν συνηθίζομαι, πέφτω σέ ἀχρηστία (о нравах, обычаях и т. п.)·2. (о птенцах) ἐκκολάπτομαι, βγαίνω. -
66 выглядывать
выглядыватьнесов, выглянуть сов παρατηρώ, κυττάζω/ φαίνομαι, βγαίνω, προβάλλω, διαφαίνομαι, ξεμυτίζω (показываться из-за чего-л.):\выглядывать из окна προβάλλω ἀπό τό παράθυρο· \выглядывать из-за занавески κυττάζω πίσω ἀπό τήν κουρτίνα· солнце выглянуло из-за туч ὁ ήλιος φάνηκε (или πρόβαλε) μέσα ἀπ' τά σύννεφα. -
67 выдвигаться
выдвигать||ся1. (продвигаться вперед) προχωρώ, προωθούμαι, βγαίνω μπροστά·2. (на более ответственную работу) διακρίνομαι, διαπρέπω, ἀναδεικνύομαι. -
68 выигрыш
выигрышм τό κέρδος, τό δφελος/ ὁ λαχνός (по займу):быть в \выигрыше βγαίνω κερδισμένος, ὠφελούμαι ἀπό κάτι. -
69 выкарабкаться
выкарабкатьсясов, выкарабкиваться несов разг ἀναρριχιέμαι, ἀνασύρομαι, βγαίνω:\выкарабкаться из тяжелого положения ξεμπλέκω (или γλυτώνω) ἀπό μιά δύσκολη κατάσταση. -
70 вылупиться
вылупитьсясов, вылупляться несов (о птенцах) ἐκκολάπτομαι, βγαίνω ἀπ· τ'αὐγό. -
71 выныривать
выныриватьнесов, вынырнуть сов1. ἀναδύομαι, βγαίνω στήν ἐπιφάνεια[ν]·2. перен (внезапно появиться) ξεπετιέμαι, ἐμφανίζομαι ἐκ νέου. -
72 выписываться
выписывать||ся1. διαγράφομαι, σβύνομαι:\выписыватьсяся из домовой книги διαγράφομαι ἀπό τόν κατάλογο ἐνοικων2. (из больницы) βγαίνω ἀπό τό νοσοκομείο. -
73 высыпать
высыпатьсов, высыпать несов1. χύνω, διασκορπίζω, διασπείρω·2. (о сыпи) βγαίνω, παρουσιάζομαι (γιά ἐξανθήματα κ.λ.π.), φαίνομαι:у него́ высыпало на лице ἐβγαλε σπυριά στό πρόσωπο·3. (о толпе) разг ὀρμῶ, χύνομαι:\высыпать на у́ли-цу χύνομαι στό δρόμο. -
74 вытекать
вытекатьнесов1. ρέω, χύνομαι, διαρρέω·2. (о реке и т. п.) ἐκρέω, πηγάζω·3. (являться следствием) ἀπορρέω, προκύπτω, βγαίνω, ἔπομαι:отсюда вытекает, что... ἀπ' αὐτό βγαίνει πώς..., ἀπ' αὐτό προκύπτει ὀτι... -
75 граница
грани́||цаж ί. τά. σύνορα, ἡ μεθόριος:государственная \граница τά σύνορα τοῦ κράτους· перейти \границацу περνάω τά σύνορα· за \границацей, за \границацу στό ἐξωτερικό· из-за\границацы ἀπό τό ἐξωτερικό·2. перен (предел) τό δριο[ν]:выйти из \границац (приличия) βγαίνω ἀπό τά δρια (τής εὐπρέπειας). -
76 грязь
гряз||ьж1. (уличная и т. /ι.) ἡ λάσπη, ὁ βόρβορος / ἡ ἀκαθαρσία, ἡ βρωμιά (нечистоты, мусор)/ ὁ βούρκος (ти-«α):непролазная \грязь ἡ ἀδιάβατη λάσπη· месить \грязь разг τσαλαβουτώ στή λάσπη· валяться в \грязьй κυλιέμαι στό βόρβορο·2. (на коже, одежде) ἡ βρώμα, ἡ λέρα·3. перен ἡ αίσχρότητα, ἡ βρωμιά· ◊ смешать с \грязьыо кого́-л. ἐξευτελίζω, κατασυκοφαντώ, κηλιδώνω τήν ὑπόληψη κάποιου· не ударить лицом в \грязь разг βγαίνω ἀσπροπρόσωπος. -
77 далеко
далеко́нареч μακριά, μακρυά, μακράν:\далеко от города μακρυά ἀπ' τήν πόλη· зайти ·\далеко в лес προχωρώ βαθειά στό δάσος· ◊ \далеко за полночь ἀργά μετά τά μεσάνυχτα· \далеко не сразу πολύ ἀργά, ὄχι ἀμέσως· выходить \далеко за пределы βγαίνω πολύ ἐξω ἀπό τά ὀρια, ξεπερνάω πολύ τά δριά она \далеко не красавица ἀπέχει πολύ ἀπό τό νά εἶναι καλλονή· он \далеко пойдет θά ἔχει μέλλον, θά προοδέψει· \далеко зайти в чем-л. τό παρακάνω· тебе до него́ \далеко δέν φτάνεις ὁὔτε τό νυχάκι του. -
78 дома
до́манареч στό σπίτι, κατ' οίκον:сидеть \дома μένω στό σπίτι, δέν βγαίνω ἀπ· τό σπίτι· его́ нет \дома δέν εἶναι στό σπίτι· чу́вствовать себя как \дома νοιώθω σάν στό σπίτι μου· ◊ у него не все \дома разг τά ἔχει χαμένα, τοῦχει στρίψει λιγάκι. -
79 затруднение
затруднениес ἡ δυσκολία, ἡ δυσχέρεια:денежные \затруднениеия οἱ οίκονομικές δυσχέρειες· быть в \затруднениеии βρίσκομαι σέ δύσκολη θέση, βρίσκομαι σέ δυσχέρεια· выходить из \затруднениеия βγαίνω ἀπ' τή δύσκολη θέση· создавать \затруднениеия δυσκολεύω, προκαλώ δυσκολίες. -
80 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!
См. также в других словарях:
βγαίνω — βγαίνω, βγήκα, βγαλμένος βλ. πίν. 109 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… … Dictionary of Greek
βγαίνω — βγήκα, βγαλμένος 1. αφαιρούμαι, αποσύρομαι: Βγήκε το τακούνι μου. 2. ανατέλλω, εμφανίζομαι, αναδύομαι: Ξημέρωσε, σε λίγο θα βγει ο ήλιος. 3. δημοσιεύομαι, εκδίδομαι: Οι πρωινές εφημερίδες άργησαν να βγουν σήμερα. 4. αναδεικνύομαι, εκλέγομαι: Δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έβγω — βγαίνω … Dictionary of Greek
ξεπροβάλλω — βγαίνω σιγά σιγά, κάνω την εμφάνιση μου, προβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ προβάλλω «εκδιώκω, αποβάλλω»] … Dictionary of Greek
εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
εκφοιτώ — ἐκφοιτῶ ( άω), ιων. τ. ἐκφοιτέω (Α) 1. βγαίνω συνεχώς, συνηθίζω να βγαίνω έξω 2. γεν. βγαίνω έξω, εξέρχομαι 3. τελειώνω τις σπουδές μου, αποφοιτώ 4. (για πράγμ.) κοινολογούμαι, διαδίδομαι 5. καταντώ, καταλήγω … Dictionary of Greek
εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… … Dictionary of Greek
ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… … Dictionary of Greek
παρεκβαίνω — ΝΑ, κρητ. τ. παρεσβαίνω Α [εκβαίνω] 1. βγαίνω έξω από κάτι, απομακρύνομαι 2. συνεκδ. παρεκτρέπομαι, βγαίνω από τον δρόμο μου, παρεκκλίνω, αποκλίνω, λοξοδρομώ 3. (για ρήτορες ή συγγραφείς) βγαίνω από το κυρίως θέμα τής ομιλίας ή τού συγγράμματος,… … Dictionary of Greek
προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν … Dictionary of Greek