-
1 βαρεών
-
2 βαρεῶν
-
3 βαρέων
βάροςweight: neut gen pl (epic doric ionic aeolic)βαρέωweigh down: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)βαρύςheavy in weight: masc /neut gen pl (epic doric ionic aeolic)βαρέω̆ν, βαρύςheavy in weight: masc /neut gen pl -
4 βάρεων
βά̱ρεω̆ν, βᾶριςEt.Gud.fem gen pl -
5 βαρύς
βᾰρύς, εῖα, ύ, poet. gen. pl. fem. βαρεῶν dub. in A.Eu. 932 (anap.): [comp] Comp. βαρύτερος, [comp] Sup. βαρύτατος:—A heavy in weight, β. ἀείρεσθαι, opp. κοῦφος, Hdt.4.150, cf. Pl.Tht. 152d, Arist.Cael. 310b25, etc.: in Hom. mostly with collat. notion of strength and force,χεῖρα βαρεῖαν Il.1.219
, cf. 89;ἀκμᾷ βαρύς Pi.I.4(3).51
;β. τὸ σῶμα App.Mac.14
; of athletes, Philostr.Gym.31; ὀφρύς bushy, ib.48; but also, heavy with age, infirmity or suffering, ;σὺν γήρᾳ Id.OT17
; ;ὑπὸ γήρως Ael.VH9.1
;ὑπὸ τῆς μέθης Plu.2.596a
; pregnant, PGoodsp.Cair.15.15 (iv A. D.);β. βάσις
heavy, slow,S.
Tr. 966;τυπάδι βαρείᾳ Id.Fr. 844
. Adv.κοῦφον βαρέως Pl.Tht. 189d
.2 heavy to bear, grievous, ἄτη, ἔρις, κακότης, Il.2.111, 20.55, 10.72;Κλῶθες Od.7.197
;κῆρες Il.21.548
;β. κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι A.Ag. 206
(lyr.); βαρὺ or βαρέα στενάχειν sob heavily, Od.8.95, 534, Il.8.334, etc.: in Trag. and Prose, burdensome, grievous, oppressive, β. ξυμφορά, τύχαι, καταλλαγαί, etc., A.Pers. 1044 (lyr.), Th. 332 (lyr.), 767 (lyr.), etc.; ;ἀγγελία β. ἢν ἐν τοῖς βαρύτατ' ἂν ἐνέγκαιμι Pl.Cri. 43c
;πόλεμος D.18.241
;βαρὺ κοὐχὶ δίκαιον Id.21.66
; causing disgust,S.
Ph. 1330; αὐδά, ἠχώ, ib. 208 (lyr.), E.Hipp. 791; unwholesome,χωρίον X.Mem.3.6.12
;πλησμονή Id.Cyn.7.4
; indigestible, Ath.3.115e;β. νότος Paus.10.17.11
. Adv. -έως, φέρειν τι take a thing ill, suffer it impatiently, Hdt.5.19;β. φέρειν ἐπί τινι Plb.15.1.1
(but β. φέρειν bear with dignity, D.S.26.3); β. ἔχειν, c. part, Arist. Rh.Al. 1424b5; ; τοῖς λογίοις Arg.E.Heracl.: [comp] Comp.βαρυτέρως τινὶ ἐναντιωθῆναι LXX3 Ma.3.1
; βαρέως ἀκούειν hear with disgust, X.An.2.1.9.4 weighty, grave,ἐπιστολαί 2 Ep.Cor.10.10
;αἰτιώματα Act.Ap.25.7
;τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου Ev.Matt.23.23
; ample, .II of persons, severe, stern,β. ἐπιτιμητής A. Pr.77
; , cf. S.OT 546;Κύπρι βαρεῖα Theoc.1.100
; wearisome, troublesome, E.Supp. 894, Pl.Tht. 210c, etc.; , S.Fr. 753;γείτονες Plb.1.10.6
.2 overbearing,σεμνότεροι ἢ βαρύτεροι Arist.Rh. 1391a27
(butσεμνὸς καὶ β. Str.14.1.42
);ὑπερήφανοι καὶ β. Plu.2.279c
; important, powerful,πόλις Plb.1.17.5
, etc.3 of soldiers, heavy-armed, X.Cyr.5.3.37 (s.v.l.); of the ([comp] Comp.);τὰ β. τῶν ὅπλων Plb.1.76.3
.III of impressions on the senses,1 of sound, strong, deep, bass, opp. to ὀξύς, Od.9.257, S.Ph. 208, Pl.Prt. 332c, Arist.EN 1125a14, etc.;βαρὺ ἀμβόασον A.Pers. 572
(lyr.); Aër.15; βαρύτατα ὑπακούειν, of diseases, Id.Prorrh.2.39;πενθεῖν Ael.VH12.1
; esp. of musical pitch, low, opp.ὀξύς, βαρυτάτη χορδή Pl.Phdr. 268e
; ἆχος, φωνά, Archyt. I, cf. Arist.EE 1235a28, Aristox.Harm.p.3 M.; of accent, grave,ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα Pl. Cra. 399b
;ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ φωνῇ Arist.Rh. 1403b30
, etc.: hence ἡ βαρεῖα (sc. προσῳδία) accentus gravis, D.T.630.1, etc.;β. τάσις D.H.Comp.11
, A.D.Synt.307.13;β. τόνος D.T.674.13
, cf.A.D.Pron. 36.5;β. συλλαβή
unaccented,Id.
Synt.100.8, al. Adv. with the accent thrown back,Id.
Pron.51.1, Ath.2.53b: [comp] Comp.-ύτερον, opp. ὀξύτερον ([etym.] ου) opp. οὗ), Arist.SE 178a3 (but, on a lower note, ).2 of smell, strong, offensive, Hdt.6.119. -
6 βᾶρις
A Et.Gud., AB84), [dialect] Ion. ιος, ἡ: acc.βᾶριν J.AJ10.11.7
, Iamb.Myst.6.5; dat.βάρει J.AJ11.4.6
: pl. , al., [dialect] Ion.βάριες Hdt.2.41
; gen. ; poet. dat. pl. (lyr.):—flat-bottomed boat, used in Egypt, Id.Supp. 874(lyr.), Hdt.2.41,96, 179, PHib.100.13(iii B.C.), Procop.Aed.1.6;βάρβαροι βάριδες E.IA 297
(lyr.); of Odysseus' raft, Lyc.747.2 later, large house, tower, LXX Ps. 44(45).8,Da.8.2,al.,J.ll.cc., Kalinka Antike Denkmälerin Bulgarien 142 (Apollonia, ii A.D.);λέγεται β. ἡ οἰκία, ὡς Ποσείδιππος, καὶ ἡ συνοικία ὡς Ἔφορος St.Byz.
(Egyptian word.) -
7 προστίθημι
Aποιθέμεν IG42(1).121.17
(Epid.); ποτθέμειν prob. in Epich.170.8: late [tense] pres. [full] προστιθῶ Ps.- Luc.Philopatr.18,27; imper.προστίθει A.Pr.83
: [tense] fut. προσθήσω: [tense] aor. προσέθηκα, pl. - έθεμεν, subj.προσθῶ Th.4.86
, [dialect] Ion.προσθέω Hdt.1.108
:— [voice] Med., [tense] fut.προσθήσομαι LXX Ex.14.13
: [tense] aor. 1προσεθηκάμην Hdt.4.65
: more freq. [tense] aor. 2 προσεθέμην, subj. προσθῶμαι (not πρόσθωμαι), [ per.] 3sg. opt.προσθεῖτο D.6.12
, butπρόσθοιτο Id.11.6
; [dialect] Dor. part.ποτθέμενος, Πρακτικά 1931.89
([place name] Dodona): [tense] pf. :—[voice] Pass., [tense] aor. 1προσετέθην Th.3.82
: [tense] fut. , al. (- τεθήσεσθαι is f.l. ib.Ex.5.7): but the [tense] pf. [voice] Pass. is chiefly supplied by πρόσκειμαι:— put to,χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Od.9.305
; π. τὰς θύρας, τὴν θύραν, put to, close the door, Hdt.3.78, Lys.1.13;τὰς πύλας Th.4.67
; κλίμακας [τοῖς πύργοις] Id.3.23; κόμῃ προσθεῖσα βόστρυχον holding it close to.., A.Ch. 229;χέρα ἐλάτῃ E.Ba. 1110
;γόνασιν ὠλένας Id.Andr. 895
, cf. S.Ph. 942; ; π. μύωπας apply the spur, Plb.11.18.4;π. χεῖρ' ἐπὶ πρόσωπα E.Ph. 1699
; apply a pessary, Hp. Nat.Mul.32, Sor.1.62, al.; [ κύαθον] Arist.Pr. 890b24:—[voice] Pass., of pessaries, Dsc.1.76, al., Sor.1.35, al.2 hand over, deliver to,θεῶν γέρα.. ἐφημέροισι προστίθει A.Pr.83
, cf. h.Merc. 129; τινὶ γυναῖκα π. give her to him as wife, Hdt.6.126; but π. γυναικὶ τάλαντον, as a dower, Hyp.Lyc.13; ;Ἅιδῃ ἐμὸν δέμας Id.Hec. 368
, cf. IA 540;π. τινὰ πυρί Id.Supp. 948
;σφαγέντα παῖδα π. πόλει Id.Ph. 964
;τισὶ π. πόλιν Th.4.86
;τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν ἑαυτῷ D.C.52.14
; alsoνᾶσον εὐκλέϊ π. λόγῳ Pi.N.3.68
.3 give besides or also, ;προῖκα D.19.195
;χρήματα Id.18.239
, etc.;πίστιν ὑμῖν Id.54.42
;τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Men.557
: abs., spend money,οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθεὶς ἂν ἡδέως Pl.Euthphr.3d
, cf. Arist.EN 1130a25, Iamb.Protr.9.II impose upon,πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω Hdt.1.108
, cf. 3.62: c. inf.,π. τινὶ πρήσσειν Id.5.30
; π. μέτρον impose measure or bounds, A.Ch. 796 (lyr.); π. τινὶ ἀτιμίην impose, inflict disgrace upon him, Hdt.7.11; π. <φθόρον> A.Ch. 482;ἐπ' ἐμαυτῷ ἀράς S.OT 820
; ;αύτὸς αὑτῷ τὴν βλάβην Id.Fr. 350
; λύπην, πόνους, E.Supp. 946, Heracl. 505;ἀναλώματα IG14.830.12
(Puteoli, ii A.D., [voice] Pass.); π. τινὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε strike him dumb with fear, E.Hel. 549;ἐνθύμιον τοῖς ζῶσι Antipho 3.1.2
;τισὶ ζημίας Th.3.39
; π. φιλανθρωπίαν εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα employ it on.., D.19.140.2 attribute or impute to, , cf. Th.3.39 ([voice] Pass.); π. θράσος μοι impute boldness to me, E.Heracl. 475;θεοῖσι π. ἀμαθίαν Id.Hipp. 951
;ἀπληστίαν λέχους γυναιξί Id.Andr. 219
; .III add,τάδε τούτοισι Hdt.1.20
, al.;πρὸς [τῇ γνώμῃ] ἔργα Id.4.139
; ἄλλον πρὸς ὦν ἔθηκαν χρυσόν ib. 196;χάριτι χάριν E.HF 327
;νοσοῦντι νόσον Id.Alc. 1048
;π. τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε Th.2.35
, cf. Hdt.2.136 ([voice] Pass.), Pl.R. 468b; προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (for πλέον ἤ ..) ib. 335a; ἄγγελλε δ' ὅρκον π. S.El.47 (Reiske for ὅρκῳ codd., cf. ;ὀμόσας.. προσθείς τε χεῖρα δεξιάν Ph. 942
);τὴν στήλην ὕστερον προσέθηκε IG12.374.174
;τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις οὔτ' ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι Arist.EN 1106b11
; ; π. γράμματα ib. 418a, cf. 431c; alsoπ. ἐπὶ τοῖσδε χάριν S.Tr. 1253
;ἵππον πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63
;πρὸς τὸν μισθὸν ἑκάστῳ ὀβολόν X.HG1.5.6
, cf. Pl.Phlb. 33c: abs., make additions, Th.3.45;πρὸς τὰ ὑπάρχοντα -τιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται Arist.Rh. 1359b28
; make additions to a story, improve it, Id.Po. 1460a18; also of actors, ib. 1461b30: esp. of adding articles to statements or documents,προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ' ἀφελεῖν Isoc.12.264
, cf.POxy.1062.4 (ii A.D.), etc.; π. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Foed. ap. Th.5.23, cf. 29; π. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Foed.ib.47; πρὸς τὰς συνθήκας Foed. ap. Plb.21.43.27;π. ὅτι.. D.18.231
; of entries in accounts,προσετέθη τὰ τέλη τῷ κυριακῷ λόγῳ PAmh.77.15
(ii A.D.), cf. BGU620.15 (iv A.D.), etc.; π. τινὶ [ἀργύριον] pay, PMich.Zen.28.24 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.647.56 (iii B.C.), PRyl.153.27 (ii A.D.); πρόσθες εἰς ὄνομα Ἐπωνύχου credit to account of E., Ostr. 1159 (ii/iii A.D.); pay in, deposit gold in a bank or mint, PCair.Zen.23.32 (iii B.C.).2 c. acc. pers., τίνα τῇδε προστιθῶ στάσει; A.Ch. 114; Ἀθηναίοις π. σφᾶς αὐτούς join their party, Th.3.92; π. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ ἰδίοις κέρδεσι, Id.8.46,50.3 Math., add,πὸτ ἀριθμόν.. φᾶφον Epich.170.8
(prob.); [χωρίον] ἕτερον αὐτῷ τουτὶ ἴσον Pl.Men. 84d
; πρὸς πεπερασμένον ἀεὶ π. Arist.Ph. 266b2:—[voice] Pass.,εἴ κα.. ποτὶ τὸ ἕτερον τῶν βαρέων ποτιτεθῇ,.. ῥέπειν ἐπὶ τὸ βάρος ἐκεῖνο ᾧ ποτετέθη Archim.Aequil.1
Def.2, cf. Euc. 1Ax.2, etc.;κοινοῦ -τεθέντος Papp.742.15
.4 in Logic, add some determining word, opp. ἀφαιρεῖν, Arist.APo. 91b27, cf.EN 1147b33.5 in LXX and NT, continue or repeat an action, c. inf.,προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι LXX Ge.18.29
; οὐ προσθήσω ἔτι πατάξαι ib.8.21; οὐ μὴ προσθῶ πεῖν I will not drink again, Ev.Marc.14.25 (v.l.); also προσθεὶς Ἰὼβ εἶπεν Job continued and said, LXXJb.27.1;προσθεὶς εἶπε παραβολήν Ev.Luc.19.11
; προσθεῖσα ἔτεκεν υἱόν she bore another son, LXX Ge.38.5:—also in [voice] Med., v. infr. B.111.B [voice] Med., side with one,οἷς ἂν σὺ προσθῇ S.OC 1332
, cf. Th.3.11, 8.48, 87, D.6.12, 11.6, 52.25; τῷ ἀστῷ π. to be favourable, wellinclined to him, Hdt.2.160, cf. D.43.34; τῇ ἡδονῇ side with pleasure, Arist.MM 1201a2: abs., come in, submit, Epist.Phil. ap. D.18.39.2 assent, agree,οὔ οἱ ἔγωγε π. τῇ γνώμῃ Hdt.1.109
, cf. 3.83, Th.6.50, X. An.1.6.10;τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Hdt.2.120
;τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Pl. Lg. 674a
: later c. inf., consent, bring onself to, J.AJ19.1.8.3 φῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι will deposit this vote in favour of Orestes, i.e. will vote in his favour, A.Eu. 735; ; so μὴ μιᾷ φήφῳ π. (sc. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Th.1.20
; φῆφον π. ἐναντίαν τινί ib.40;φῆφον π. ὥστε ἀποκτεῖναι OGI218.102
(Ilium, iii B.C.).4 Math., add, Sammelb. 6951 ii 30, al. (ii A.D.).II c. acc. pers., associate with oneself, i.e. take to one as a friend, ally, or helper, win over,π. τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν Hdt.5.69
, cf. Th.6.18;εἰ στρατὸν προσθέοιτο φίλον Hdt. 1.53
, cf. 69, S.OC 404; ταύτην προσθοῦ δάμαρτα take her to wife, Id.Tr. 1224: also in bad sense,πολέμιον π. τινά X.Cyr.2.4.12
.2 c. acc. rei, apply to oneself,βάλανον Hp.Epid.1.26
.a', cf. 4.30 (abs., ib.1.26.δ'); ὀξύβαφον προσθοῦ λαβών Ar.Av. 361
; : metaph., put on,τῇ ὄφει ἀχθηδόνας Th.2.37
; add to oneself, gain, τί ἂν προσθείμην πλέον; what should I be profited? S.Ant.40; π. χάριν, = ἐπιχαρίζεσθαι, Id.OC 767; esp. of evils, bring or take upon onself,πρὸς κακοῖσι κακόν A.Pers. 531
; ; ;ἄχθος ἐπ' ἄχθει π. διπλοῦν Id.Andr. 396
; οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, Th.1.78, 144; ἔχθρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις π. Pl.Prt. 346b.b bring upon others, οἱ.. πόλεμον προσεθήκαντο made war upon him, Hdt.4.65; οὐκ ἄν σφι Σπαρτιήτας μῆνιν οὐδεμίαν προσθέσθαι vented any wrath upon.., Id.7.229.III in LXX and NT, continue or repeat an action (cf. supr. A.111.5),οὐ προσθήσεσθε ἔτι ἰδεῖν αὐτούς LXX Ex.14.13
; προσέθετο πέμφαι ἕτερον Ev. Luc.20.11; προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον he caused Peter also to be arrested, Act.Ap.12.3; alsoΦαραὼ προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν LXX Ex.9.34
; οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι ib.Ge.8.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστίθημι
См. также в других словарях:
βαρεῶν — βαρύς heavy in weight fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρέων — βάρος weight neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω̆ν , βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρεων — βά̱ρεω̆ν , βᾶρις Et.Gud. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… … Dictionary of Greek
βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
АРХИМЕД — • Archimēdes, Άρχιμήδης, один из величайших математиков (ó μηχανικός) древности, родился в 287 г. до Р. X. в Сиракузах, в молодости учился у Конона Самосского, а позднее у Евклида в Александрии; жил при дворе родственника своего, царя … Реальный словарь классических древностей
άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… … Dictionary of Greek