Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βαβαῖ

См. также в других словарях:

  • βαβαί — (AM) βλ. βαβά …   Dictionary of Greek

  • βαβαῖ — indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαβαί — bless me! indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαβαιάξ — βαβαί bless me! indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαβαιάξ — επιφών. (Α) εντονότερος τ. του βαβαί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού βαβαί, που λήγει σε ξ, όπως πολλές ηχομιμητικές λέξεις (πρβλ. βρεκεκέξ, κοάξ, παπαιάξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • Dimitrios Galanos — Portrait of Dimitrios Galanos. The original now resides in the gallery of the University of Athens Dimitrios Galanos (Greek Δημήτριος Γαλανός, 1760 1833) was the earliest recorded Greek Indologist. His translations of Sanskrit texts into Greek… …   Wikipedia

  • AMAE — Hesych. Α᾿μάη Ε᾿βραὶςτί, βαβαί Συριςτὶ, Ε῾λληνιςτὶ σύγχυσις. Vide Seldenum de diis Syris. p. 207 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MYXUS — quidam Cereris sacerdos, qui cum esset alazon et gloriosus, hinc Proverb. ortum; βαβαὶ μύξος, περὶ τῶ μεγαλαυχούντων: Ita nonnulli. Salmas. vero μύξος appellativum esse docet idemque significare, quod iactabundus et gloriosus: a μύξα, quod, idem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • βαβά — (I) (AM βαβαί) επιφών. (εκφράζει λύπη) αχ! πω πω! αρχ. εκφράζει έκπληξη ή θαυμασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. βαβάζω, παπαί). Το λατ. babae είναι δάνειο από την Ελληνική]. (II) το (λ. της παιδικής γλώσσας) 1. πληγή, χτύπημα, τραύμα 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»