-
101 aura
['o:rə](a particular feeling or atmosphere: An aura of mystery surrounded her.) αύρα -
102 breeze
-
103 sea breeze
(a breeze blowing from the sea towards the land.) μπάτης,θαλάσσια αύρα -
104 бриз
-а α.(ναυτ.) η θαλάσσια αύρα. -
105 ветерок
-рка α.αεράκι, αύρα.εκφρ.с -ком прокатить(ся) – κλπ. συνών. με μεγάλη ταχύτητα, αστραπιαία περνώ, διαβαίνω•с -ком подбитый – ελαφρόμυαλος, φουρλαιδας. -
106 зорька
-и θ.αυγούλα, αυγίτσα•пионерская зорька πιονέρικο εγερτήριο (σάλπισμα).
|| (διαλκ.) πρωινή αύρα. -
107 тихий
επ., βρ: тих, -а, -о; тише, тишайший.1. σιγανός, -λός, σιγηλός•-ая песня σιγανό τραγούδι•
тихий ветерок σιγανό αεράκι (αύρα)•
тихий стук σιγανό χτύπημα•
тихий голос σιγανή φωνή.
2. ήσυχος, αθόρυβος, ήρεμος•-ая ночь ήσυχη νύχτα•
-ая река ήσυχο ποτάμι.
3. μτφ. φρόνιμος•тихий человек ήσυχος άνθρωπος.
4. σιωπηρός, αμίλητος.5. γαλήνιος, -μένος•море было -ое η θάλασσα ήταν γαληνεμένη.
6. αργός, βραδύς•тихий ход αργό βάδισμα, βραδυπορεία.
εκφρ.- ое помешательство – ελαφρό σκαρτάρισμα, ελαφρά φρενοβλάβεια•. тихий час ώρα ανάπαυσης (στα νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς)• η μετά το γεύμα ανάπαυση. -
108 тянуть
тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.δ.1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•
тянуть за руку τραβώ από το χέρι.
2. τεντώνω• απλώνω•тянуть руку απλώνω το χέρι•
тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.
|| κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•
тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.
|| κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).3. μ. έλκω•пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•
трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.
|| κατευθύνομαι, πηγαίνω.4. κάνω βαριά δουλειά•одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.
|| διατρέφω•вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.
|| βοηθώ•тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.
5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.6. μ. παίρνω•тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•
тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.
|| μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•
тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.
7. προσελκύω•меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•
его -ет природа τον τραβάει η φύση.
8. τείνω, έχω τάση•-ет ко сну νυστάζω•
тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.
9. βγάζω•тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•
тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•
тянуть жребий τραβώ κλήρο.
10. αναρροφώ•насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.
|| πίνω• ρουφώ•тянуть вино τραβώ κρασί.
|| καπνίζω, φουμάρω•тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.
11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•тянуть деньги τραβώ χρήματα.
12. κλέβω. || πετώ•журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.
|| (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.14. φυσώ, πνέω•с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.
|| φέρω, παρασύρω•ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.
|| απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•-ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•
-ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•
-ет жаром έρχεται ζέστη.
15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.
|| συνεχίζω, εξακολουθώ•тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.
16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).17. είμαι βαρύς•ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.
|| βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•
18. σφίγγω, πιέζω•тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•
рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.
εκφρ.тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•тянуть за душу – κ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•резина -ется το λάστιχο τεντώνει•
кожа -ется το δέρμα τεντώνει.
|| εκτείνομαι•за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.
2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.
3. στρέφω, γυρίζω•цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.
4. με τραβάει, με ελκύει•тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.
5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
109 холодок
-дка α.1. δροσιά, δροσεράδα, φρεσκάδα. || αεράκι δροσερό, αύρα•подул холодок φύσηξε δροσερό αεράκι.
|| σκιά, ίσκιος, σκιερός τόπος. || ο πρωινός ή εσπερινός χρόνος•мы -ом сделаем десять километров με τη δροσιά θα βαδίσομε δέκα χιλιόμερτρα.
2. κρύο, κρυάδα, ψύχος, ψύχρα•холодок пробежал по моей спин κρύο μου πέρασε στη ράχη.
|| μτφ. ψυχρότητα, αδιαφορία.• απάθεια. -
110 эпилептический
επ.επιληπτικός•эпилептический припадок επιληπτικός παροξυσμός•
-ая аура επιληπτική αύρα.
-
111 Γίγας
Aὑπέρθυμοι Od.7.59
; Κύκλωπές τε καὶ ἄγρια φῦλα Γιγάντων ib. 206; οὐκ ἄνδρεσσιν ἐοικότεςἀλλὰ Γίγασιν 10.120
;γ. γηγενέται Hes.Th. 185
, cf. E.Ph. 128 (lyr.); of Capaneus, A.Th. 424.II as Adj., mighty (γίγαντος· μεγάλου, ἰσχυροῦ, ὑπερφυοῦς, Hsch.),Ζεφύρου γίγαντος αὔρᾳ Id.Ag.692
(lyr.), cf. Eurytus ( PLG3.639). -
112 διαψαίρω
A brush away, blow away, ; διαψαίρουσα πέπλους (sc. αὔρα) Hermipp.6; cleanse, ; scratch through, of birds, Opp.H.2.115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαψαίρω
-
113 εἰσπνέω
II breathe upon,με αὔρα τις εἰσέπνευσε Ar.Ra. 314
([voice] Pass.,ἀνέμῳ ἐσπνεῖσθαι Philostr. VA2.8
) ;τινί Ael.VH3.12
(a Lacedaemonian phrase for inspire with love);ἐς τὴν ἀναπνοήν Aret. SA1.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσπνέω
-
114 Εὖρος
Εὖρος, ὁ, -
115 λιπαυρέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαυρέω
-
116 μαψαῦραι
A random breezes, gusts of wind, Hes.Th. 872, cf. Call.Fr.67 (al. divisim μὰψ αὖραι ἐπιπνείουσι θάλασσαν).II as Adj., μαψαῦραι στόβοι idle boastings, Lyc.395.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαψαῦραι
-
117 μετάτροπος
μετάτροπ-ος, ον,A turning about, returning,μ. ἐκ βυθοῦ ἔρρων AP 7.506.5
(Leon.), cf. Call.Del.99; μ. αὖραι veering winds, E.El. 1147 (lyr.); (lyr.).2 turning round upon,δαίμων μ. ἐπί τινι A.Pers. 943
(lyr.); μετάτροπα ἔργα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes. Th.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάτροπος
-
118 μυστικός
A connected with the mysteries, ; μ. Ἴακχος the mystic chant Iacchus, Hdt.8.65; ;αὔρα τις εἰσέπνευσε -ωτάτη Id.Ra. 314
;βίοτος μ. IG3.172.6
;μ. λόγοι Phld.Ir.p.46
W.; τὰ μ. the mysteries, Th.6.28,60; ἡ -κή (sc. παράδοσις) mystical doctrine, Procl.in Prm.p.779 S., cf. eund.in Ti.3.12 D.;τὸ θεῖον καὶ μ. Dam.Pr. 213
; οἱ μ., = μύσται, Str.17.1.29: [comp] Comp. - ώτερος Luc.Salt.59: [comp] Sup. - ώτατος Ar.Ra.l.c., Dam.Pr. 111. Adv. -κῶς, δικάζειν Poll.8.123
(fort. μυστικῶν in cases relating to the mysteries); mystically,μ. καὶ τελεστικῶς Hermog.Id.1.6
, cf. D.S.5.77, Porph. Antr.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυστικός
-
119 ναυσίπομπος
ναυσί-πομπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυσίπομπος
-
120 πλέω
Aἀπ-έπλειον 8.501
: also [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] πλώω (v. infr.): [dialect] Att. [var] contr. imper. (anap.): [tense] fut.πλεύσομαι Od.12.25
, Il.11.22 ([etym.] ἀνα-), Hdt.2.29, Th.6.104, etc.; laterπλευσοῦμαι SIG402.27
(Chios, iii B. C.), found in codd. of Th.1.143, 8.1, ([etym.] ἐπες-) Id.4.13, ([etym.] συνεκ-) Lys.13.25, ([etym.] ἀπο-) Pl.Hp.Ma. 370d, 371b, ([etym.] συμ-) Isoc.17.19, etc.; [dialect] Dor.πλευσοῦμαι Theoc.14.55
; but [ per.] 3pl.πλεύσονται GDI5120
B11,13 (Crete, iii B. C.);πλεύσω Philem. 116
(S.V.l.), Plb.2.12.3, AP11.162 (Nicarch.), 245 (Lucill.), OGI572.30 (Lycia, ii/iii A.D.), etc.: [tense] aor. 1 (lyr.), etc.: [tense] pf. , etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. πλευσθήσομαι ([etym.] περι-) Arr.An.5.26.2: [tense] aor. ἐπλεύσθην ib.6.28.6, Babr.71.3: [tense] pf.πέπλευσμαι X.Cyr.6.1.16
, D.56.12: Hom. uses only [tense] pres., [tense] impf., and [tense] fut. πλεύσομαι (v. supr.).—Of the [dialect] Ion. [full] πλώω, Hom. uses opt.πλώοιεν Od.5.240
, part. ἐπι-πλώων ib. 284,πλώων h.Hom.22.7
: [tense] impf.πλῶον Il.21.302
; also shortd. [tense] aor. ἔπλων, ως, ω, part. πλώς, in the compds. ἀπ-έπλω, ἐπ-έπλως, part. ἐπιπλώς, παρέπλω; and Hes. has ἐπ-έπλων; the [tense] pres., [tense] impf., and [tense] fut. forms occur as vv.ll. in Hdt., inf.πλώειν 4.156
, part.πλωούσας 8.10
,22,42: [tense] impf. ἔπλωον ib.41; Iterat.πλώεσκον Q.S.14.656
: [tense] fut. πλώσομαι ([etym.] ἀπο-) Hdt.8.5 (πλώσω Lyc.1044
); but the [tense] aor. 1 forms are read in Hdt.,ἔπλωσα 4.148
; inf.πλῶσαι 1.24
; part.πλώσας 4.156
, 8.49 (also once in Hom. in compd.ἐπι-πλώσας Il. 3.47
): [tense] pf.παρα-πέπλωκα Hdt.4.99
; πέπλωκα occurs E.Hel. 532, Ar. Th. 878 (paratrag.).—Only εε and εει are contracted in [dialect] Att. ( πλέει is f.l. in Th.4.28, and πλέετε v.l. in X.An.7.6.37). [Hom. uses πλέων as monosyll.,πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον Od.1.183
]:—sail, go by sea,Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς Il.3.444
;Ἰλιόθεν 14.251
;ἐπὶ Κέρκυραν Th. 1.53
;εὐθὺ Λέσβου X.HG1.2.11
; π. ἐπὶ [σῖτον] to fetch it, Id.Oec.20.27;ἐπί τι IG12.105.9
; μετὰ [νάκος] Pi.P.4.69;εἰς Ἐρέτριαν ἐπ' ἄνδρας Pl. Mx. 240b
; more fully,ἐνὶ πόντῳ νηῒ θοῇ πλείοντες Od.16.368
;νηῒ.. πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον Il.7.88
;πλέεν.. ποντοπορεύων Od.5.278
; ; ἐν τῇ θαλάττῃ ib. 346b;ἐπλέομεν βορέῃ ἀνέμῳ Od.14.253
; (lyr.): c. acc. cogn., πλεῖθ' ὑγρὰ κέλευθα sail the watery ways, Od.3.71;πλεῖν τὴν θάλατταν And.1.137
, Lys.6.19, Isoc.8.20, Antiph.100:—[voice] Pass., τὸ πεπλευσμένον [πέλαγος] X.Cyr.6.1.16, cf. Babr.71.3;πλεῖται ἡ θάλασσα Muson.Fr.18
B p.104 H.; alsoπ. στόλον τόνδε S.Ph. 1038
;τοῦ πλοῦ τοῦ πεπλευσμένου D. 56.12
: metaph., πλεῖν ὑφειμένῃ δοκεῖ, cf.ὑφίημι 111
: prov.,ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν Posidipp.22
; ἐπὶ γῆς μὴ πλεῖν when on land do not be at sea, i.e. avoid the hazards of tax-farming, etc., Pythag. ap. Clem.Al.Strom.5.5.28.II of ships, Il.9.360;νέας ἄμεινον πλεούσας Hdt.8.10
, etc.;ὑπὸ τριήρους.. εὖ πλεούσης ἐπεδιώκοντο Th.7.23
;ἡ ναῦς ἄριστά μοι ἔπλει Lys.21.6
;ἔφευγε ταῖς ναυσὶν εὖ πλεούσαις X.HG1.6.16
;τριήρης ταχὺ π. Id.Oec.8.8
.2 of other things, swim, float,τεύχεα καλὰ.. πλῶον καὶ νέκυες Il.21.302
;δένδρεα.., τά οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Od.5.240
; [νῆσος] πλέουσα Hdt.2.156
.3 to be conveyed by sea, [σκῦλα] πλέοντα Th.3.114
.4 metaph., ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς while [the ship of] our country bearing us is on an even keel, S.Ant. 190; οὐδ' ὅπως ὀρθὴ πλεύσεται (sc. ἡ πόλις)προείδετο D.19.250
;πάντα ἡμῖν κατ' ὀρθὸν πλεῖ Pl.Lg. 813d
; ; also . (With πλε (ϝ) -, πλευ- cf. Skt. plávate 'float', 'swim', Lat. pluit; with πλω- cf. Goth. flōdus 'river', 'flood', OE. flćwan 'flow'.)
См. также в других словарях:
αὔρα — αὔρᾱ , αὔρα breeze fem nom/voc/acc dual αὔρᾱ , αὔρα breeze fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὔρα — Αὔρᾱ , Αὔρης masc nom/voc/acc dual Αὔρᾱ , Αὔρης masc voc sg (attic) Αὔρᾱ , Αὔρης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔρᾳ — αὔρᾱͅ , αὔρα breeze fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὔρᾳ — Αὔρᾱͅ , Αὔρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… … Dictionary of Greek
αύρα — η ελαφρός και δροσερός άνεμος, μπάτης: Η θαλασσινή ή η στεριανή αύρα μετριάζει τη ζέστη το καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αὖρα — Αὔρης masc voc sg Αὔρης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάσσια αύρα — Ελαφρύς άνεμος που πνέει κοντά στις ακτές, από την ανοιχτή θάλασσα, κατά τη διάρκεια σχετικά θερμών ημερών. Αν σε μια παράκτια περιοχή επικρατεί νηνεμία και ο καιρός είναι αίθριος κατά την ανατολή του Ήλιου, τότε, επειδή η ξηρά θερμαίνεται πιο… … Dictionary of Greek
Θεοδωροπούλου, Αύρα — (Αδριανούπολη 1870 – Αθήνα 1963). Μουσικολόγος και μουσικοκριτικός. Σπούδασε μουσικολογία και από το 1915 δίδαξε πιάνο και ιστορία της μουσικής, αρχικά στο Ωδείο Αθηνών, αργότερα στο Ελληνικό Ωδείο και, τέλος, από την ίδρυσή του το 1924 και έως… … Dictionary of Greek
αὔρας — αὔρᾱς , αὔρα breeze fem acc pl αὔρᾱς , αὔρα breeze fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐράων — αὐρά̱ων , αὔρα breeze fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)