Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αὔρᾳ

  • 1 nimbus

    αύρα

    English-Greek new dictionary > nimbus

  • 2 panzer

    αύρα, τζιπάκι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > panzer

  • 3 бриз

    мор. η θαλάσσια αύρα, ο μπάτης.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бриз

  • 4 бриз

    бриз
    м мор. ἡ θαλάσσια αὐρα, ὁ μπάτης.

    Русско-новогреческий словарь > бриз

  • 5 свежий

    свеж||ий
    прил
    1. φρέσκος, νωπός:
    \свежийее мясо τό νωπό (или τό φρέσκο) κρέας· \свежий хлеб τό φρέσκο ψωμί·
    2. (чистый, прохладный) δροσερός, καθαρός:
    на \свежийем воздухе στήν ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα·
    3. (холодный) δροσερός, ψυχρός:
    на дворе \свежийо (ἔξω) κάνει δροσιά (или κάνει ψύχρα), εἶναι δροσερός ὁ καιρός· \свежий ветер прям., перен ὁ δροσερός ἀνεμος, ἡ ἀΰρα·
    4. (недавний, новый) πρόσφατος, νωπός / перен τελευταίος, πρόσφατος:
    \свежийая рана ἡ πρόσφατη πληγή· \свежий след τό νωπό Ιχνος· \свежий номер журнала τό τελευταίο (или τό πρόσφατο) τεύχος περιοδικού· \свежийие новости οἱ τελευταίες εἰδήσεις·
    5. (чистый, вымытый) разг φρεσκοπλυμένος:
    \свежийее белье καθαρά ἀσπρόρρουχα·
    6. перен (яркий, не блеклый) ζωηρός, χτυπητός:
    \свежий цвет лица φρεσκάδα τοδ προσώπου· \свежийие краски ζωηρά χρώματα·
    7. (бодрый) ζωηρός/ φρέσκος, δροσερός (моложавый)/ ξεκού· ραστος (отдохнувший):
    со \свежийими силами μέ καινούργιες δυνάμεις· ◊ \свежий человек καινούργιος ἄνθρωπος· \свежийая мысль ἡ καινούργια ιδέα.

    Русско-новогреческий словарь > свежий

  • 6 aura

    ['o:rə]
    (a particular feeling or atmosphere: An aura of mystery surrounded her.) αύρα

    English-Greek dictionary > aura

  • 7 breeze

    [bri:z]
    (a gentle wind: There's a lovely cool breeze today.) αύρα, αεράκι

    English-Greek dictionary > breeze

  • 8 sea breeze

    (a breeze blowing from the sea towards the land.) μπάτης,θαλάσσια αύρα

    English-Greek dictionary > sea breeze

  • 9 бриз

    α.
    (ναυτ.) η θαλάσσια αύρα.

    Большой русско-греческий словарь > бриз

  • 10 ветерок

    -рка α.
    αεράκι, αύρα.
    εκφρ.
    с -ком прокатить(ся)κλπ. συνών. με μεγάλη ταχύτητα, αστραπιαία περνώ, διαβαίνω•
    с -ком подбитый – ελαφρόμυαλος, φουρλαιδας.

    Большой русско-греческий словарь > ветерок

  • 11 зорька

    θ.
    αυγούλα, αυγίτσα•

    пионерская зорька πιονέρικο εγερτήριο (σάλπισμα).

    || (διαλκ.) πρωινή αύρα.

    Большой русско-греческий словарь > зорька

  • 12 тихий

    επ., βρ: тих, -а, -о; тише, тишайший.
    1. σιγανός, -λός, σιγηλός•

    -ая песня σιγανό τραγούδι•

    тихий ветерок σιγανό αεράκι (αύρα)•

    тихий стук σιγανό χτύπημα•

    тихий голос σιγανή φωνή.

    2. ήσυχος, αθόρυβος, ήρεμος•

    -ая ночь ήσυχη νύχτα•

    -ая река ήσυχο ποτάμι.

    3. μτφ. φρόνιμος•

    тихий человек ήσυχος άνθρωπος.

    4. σιωπηρός, αμίλητος.
    5. γαλήνιος, -μένος•

    море было -ое η θάλασσα ήταν γαληνεμένη.

    6. αργός, βραδύς•

    тихий ход αργό βάδισμα, βραδυπορεία.

    εκφρ.
    - ое помешательство – ελαφρό σκαρτάρισμα, ελαφρά φρενοβλάβεια•. тихий час ώρα ανάπαυσης (στα νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς)• η μετά το γεύμα ανάπαυση.

    Большой русско-греческий словарь > тихий

  • 13 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 14 холодок

    -дка α.
    1. δροσιά, δροσεράδα, φρεσκάδα. || αεράκι δροσερό, αύρα•

    подул холодок φύσηξε δροσερό αεράκι.

    || σκιά, ίσκιος, σκιερός τόπος. || ο πρωινός ή εσπερινός χρόνος•

    мы -ом сделаем десять километров με τη δροσιά θα βαδίσομε δέκα χιλιόμερτρα.

    2. κρύο, κρυάδα, ψύχος, ψύχρα•

    холодок пробежал по моей спин κρύο μου πέρασε στη ράχη.

    || μτφ. ψυχρότητα, αδιαφορία.• απάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > холодок

  • 15 эпилептический

    επ.
    επιληπτικός•

    эпилептический припадок επιληπτικός παροξυσμός•

    -ая аура επιληπτική αύρα.

    Большой русско-греческий словарь > эпилептический

  • 16 Air

    v. trans.
    Dry: P. ἀποξηραίνειν, V. θάλπειν.
    Air ( opinions): P. and V. ποφαίνεσθαι, P. ἀποδείκνυσθαι.
    Show off: Ar. and P. ἐπιδεικνναι or mid. (acc.).
    ——————
    subs.
    P. and V. ήρ, ὁ (Plat.), αἰθήρ, ὁ (Plat.).
    Sky: P. and V. οὐρανός, ὁ.
    Wind: P. and V. νεμος, ὁ, πνεῦμα, τό, Ar. and V. πνοή, ἡ, αὔρα, ἡ (rare P.), V. ἄημα, τό.
    Tune: P. and V. μέλος, τό.
    Appearance: see Appearance.
    High in air: Ar. and P. μετέωρος, Ar. and V. μετάρσιος.
    In the open air: use adj., P. and V. παίθριος, V. αἴθριος (Soph., frag.); also P. ἐν ὑπαίθρῳ.
    Live in the open air: P. θυραυλεῖν, ἐν καθαρῷ οἰκεῖν.
    Take the air, walk: Ar. and P. περιπατεῖν.
    Build castles in the air: P. ὀνειροπολεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Air

  • 17 Blast

    subs.
    P. and V. πνεῦμα, τό, νεμος, ὁ, Ar. and V. πνοή, ἡ (rare P.), αὔρα, ἡ (also Plat. but rare P.), φσημα, τό, V. ἄημα, τό, ἄησις, ἡ.
    Of a trumpet: see Blare.
    ——————
    v. trans.
    Break in pieces: P. διαθραύειν (Plat.), P. and V. θραύειν (Plat.), V. συνθραύειν.
    Destroy, ruin: P. and V. διαφθείρειν, φθείρειν.
    Mar, injure: P. and V. βλάπτειν, λυμαίνεσθαι, Ar. and V. διαλυμαίνεσθαι.
    His might was blasted by lightning: V. ἐξεβροντήθη σθένος (Æsch., P.V. 362).
    Bring to disgrace: P. and V. αἰσχνειν, καταισχνειν.
    Blast with the thunderbolt, v.: P. κεραυνοῦν (Plat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blast

  • 18 Breeze

    subs.
    P. and V. πνεῦμα, το, Ar. and V. αὔρα, ἡ (Plat. also but rare P.), πνοή, ἡ (rare P.).
    Wind: P. and V. νεμος, ὁ.
    Favouring breeze: V. οὖρος, ὁ (Xen. but rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Breeze

  • 19 Gust

    subs.
    P. and V. πνεῦμα, τό, νεμος, ὁ, Ar. and V. πνοή, ἡ (rare P.), αὔρα, ἡ (also Plat. but rare P.), φσημα, τό, V. ἄησις, ἡ, ἄημα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gust

  • 20 Wind

    subs.
    P. and V. νεμος, ὁ, πνεῦμα, τό. Ar. and V. πνοή, ἡ (rare P.), αὔρα, ἡ (also Plat. but rare P.).
    Blast: Ar. and V. φύσημα, τό, V. ἄημα, τό, ἄησις, ἡ.
    Fair wind: V. οὖρος, ὁ (also Xen.), P. οὔριος ἄνεμος, ὁ.
    Before the wind: V. κατʼ οὖρον.
    East wind: P. and V. πηλιώτης, ὁ.
    North wind: P. and V. βορρᾶς, ὁ, βορέας, ὁ (Eur., Cycl. 329; also Ar.).
    South wind: P. and V. νότος, ὁ (Æsch., frag.).
    West wind: P. ζέφυρος, ὁ (Arist.).
    Trade winds: P. ἐτησίαι, οἱ.
    Sheltered from the wind, adj.: V. πήνεμος (also Xen.).
    A haven sheltered from the wind: V. λιμὴν εὐήνεμος (Eur., And. 749).
    Fling to the winds: met., see Reject.
    Fling his garlands to the winds and storms: V. στέμματʼ ἀνέμοις καὶ θυέλλαισιν μέθες (Eur., Bacch. 350).
    Your praises of the Phrygians I fling to the winds: V. Φρυγῶν ἐπαινέσεις ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμι (Eur., Tro. 418).
    Flatulence: P. φῦσαι, αἱ (Plat.).
    Breath: P. and V. πνεῦμα, τό, Ar. and V. πνοή, ἡ (rare P.), φύσημα, τό (also Plat. but rare P.). V. ἀμπνοή, ἡ.
    Get wind of, v.: P. προαισθάνεσθαι (gen. or absol.).
    ——————
    subs.
    See Bend.
    ——————
    v. trans.
    Blow (horn, etc.): P. and V. φυσᾶν.
    Wind into a ball: Ar. τολυπεύειν (absol.).
    Twine P. and V. πλέκειν, συμπλέκειν, ἐμπλέκειν, V. ἑλίσσειν, εἱλίσσειν.
    Spin: Ar. and V. κυκλεῖν.
    Cast around: P. and V. περιβάλλειν, V. ἀμφιβάλλειν: see Twine, Twist.
    V. intrans.
    Twist: P. and V. κυκλεῖσθαι, V. ἑλίσσεσθαι (also Plat. but rare P.), εἱλίσσεσθαι.
    Pass slowly: P. and V. βαδίζειν (rare V.), Ar. and V. βαίνειν, στείχειν.
    Wind up: see Finish.
    Wind round: P. περιελίσσειν (τι περί τι).
    Wind ( oneself) round: P. περιελίσσεσθαι (περί, acc. or absol.) (Plat.), περιπτύσσεσθαι (Plat.) (absol.); see Surround, Embrace.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wind

См. также в других словарях:

  • αὔρα — αὔρᾱ , αὔρα breeze fem nom/voc/acc dual αὔρᾱ , αὔρα breeze fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὔρα — Αὔρᾱ , Αὔρης masc nom/voc/acc dual Αὔρᾱ , Αὔρης masc voc sg (attic) Αὔρᾱ , Αὔρης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔρᾳ — αὔρᾱͅ , αὔρα breeze fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὔρᾳ — Αὔρᾱͅ , Αὔρης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… …   Dictionary of Greek

  • αύρα — η ελαφρός και δροσερός άνεμος, μπάτης: Η θαλασσινή ή η στεριανή αύρα μετριάζει τη ζέστη το καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αὖρα — Αὔρης masc voc sg Αὔρης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάσσια αύρα — Ελαφρύς άνεμος που πνέει κοντά στις ακτές, από την ανοιχτή θάλασσα, κατά τη διάρκεια σχετικά θερμών ημερών. Αν σε μια παράκτια περιοχή επικρατεί νηνεμία και ο καιρός είναι αίθριος κατά την ανατολή του Ήλιου, τότε, επειδή η ξηρά θερμαίνεται πιο… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωροπούλου, Αύρα — (Αδριανούπολη 1870 – Αθήνα 1963). Μουσικολόγος και μουσικοκριτικός. Σπούδασε μουσικολογία και από το 1915 δίδαξε πιάνο και ιστορία της μουσικής, αρχικά στο Ωδείο Αθηνών, αργότερα στο Ελληνικό Ωδείο και, τέλος, από την ίδρυσή του το 1924 και έως… …   Dictionary of Greek

  • αὔρας — αὔρᾱς , αὔρα breeze fem acc pl αὔρᾱς , αὔρα breeze fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐράων — αὐρά̱ων , αὔρα breeze fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»