-
1 αυθημερον
ион. αὐτημερόν adv. в тот же день, немедленно, тут же Aesch., Her., Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst., Plut. -
2 αυθημερόν
-
3 αὐθημερόν
-
4 αυθήμερον
-
5 αὐθήμερον
-
6 αυθημερόν
επίρρ. в тот же день -
7 αὐθημερόν
D1-0-0-1-0=2 Dt 24,15; Prv 12,16immediately, on the very (same) day -
8 αυθημερόν
[афтимэрон] επίρ в тот же день. -
9 αυθημερόν
günü gününe, aynı gün -
10 αὐθ-ήμερος
αὐθ-ήμερος ( ἡμέρα), an demselben Tage gemacht, λόγοι, Reden aus dem Stegereif, Aesch. 3, 208, Bekker οἱ αὐϑημερὸν λόγοι; gew. adv. αὐϑημερόν (so zu accent. nach Hdn. E. Gud. 499, 36), auf der Stelle, Aesch. Pers. 454; Thuc. 2, 12 u. sonst; ion. αὐτημερόν, Her. 2, 122.
-
11 αυτημερον
-
12 αὐτ-ημερόν
αὐτ-ημερόν, ion. statt αὐϑημερόν, Her. 2, 122.
-
13 αὐθημερεί
A = αὐθημερόν, Inscr.Prien.28.17 (ii B. C.), IG 2.471.71, 3.73, v.l. in Sch.Aeschin.1.128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθημερεί
-
14 αὐθήμερος
αὐθήμερ-ος, ον,A made or done on the very day,αὐ. ἀναπλάσσεσθαι Hp.Art.37
; λόγοι extemporaneous speeches, prob. f.l. for -ημερόν in Aeschin.3.208.2 φάρμακον αὐ. curing in one day, Gal.12.755.II Adv. [full] αὐθημερόν (on the accent v. Hdn.Gr.1.491) on the very day, on the same day, immediately, A.Pers. 456, Ar.Ach. 522, al., Th.2.12, D.21.89:—also [full] αὐθήμερα Hp.Fract.24, Mochl.42; [dialect] Ion. [full] αὐτημερόν Hdt.2.122, 6.139 (but αὐθ- in Hp.Prog.17, Aph.4.10); [dialect] Locr. [full] αὐταμαρόν IG9(1).334.33; [dialect] Dor. [full] αὐθαμέραν SIG559.57 (Megalop.); Cret. [full] αὐταμερίν GDI 4999 ([place name] Gortyn).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθήμερος
-
15 αὐτημερόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτημερόν
-
16 αὐτῆμαρ
αὐτ-ῆμαρ, Adv.A = αὐθημερόν, on the self-same day, Il.18.454, Od.3.311; for that day, Il.1.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτῆμαρ
-
17 ἐπάμερος
ἐπάμερος [pron. full] [ᾱ], ον, [dialect] Dor. and [dialect] Aeol. for ἐφήμερος, Pi.P.8.95, Theoc. 30.31: neut. ἐπάμερον, as Adv.,A = αὐθημερον, IG4.800 ([place name] Troezen).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπάμερος
-
18 ἡμέρα
ἡμέρα, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] ἡμέρη IG12(5).1 ([place name] Ios), [dialect] Dor. [full] ἀμέρα ib.5(1).213.43,al., 1390.109, 1432.25, Test.Epict.4.12, Michel995A 32, etc., [dialect] Locr. [full] ἀμάρα IG9(1).334.42 (aspirated perh. only in [dialect] Att. and West [dialect] Ion., cf.Aἐπάμερος Pi.
, etc.,αὐθημερόν IG7.235.18
([place name] Oropus), etc.; usu. unaspirated in early [dialect] Att. Inscrr., IG12.49.6, al.; aspirated in codd. even in dialects: original ἀμέρα prob. took aspirate from ἑσπέρα): ἡ:— day, less freq. than ἦμαρ in Hom.,ἡ. ἥδε κακὸν φέρει Il.8.541
, 13.828; τίς νύ μοι ἡ. ἥδε; Od.24.514; νύκτες τε καὶ ἡ. 14.93; μῆνές τε καὶ ἡ. ib. 293;νοῦσοι ἐφ' ἡμέρῃ αἳ δ' ἐπὶ νυκτί Hes.Op. 102
; ἡ σήμερον ἡ., v. σήμερον· ἅμα ἡμέρᾳ or ἅμα τῇ ἡμέρᾳ at daybreak, X.An.6.3.6, Aeschin.3.76;ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86
; ἡ. διέλαμψεν, ἐξέλαμψεν, ὑπέφαινε, Ar.Pl. 744, Pax 304, X.Cyr.4.5.14; τῆς ἡ. ὀψέ late in the day, Id.HG2.1.23.2 sts. like [dialect] Ep. ἦμαρ, with Adjs. to describe a state or time of life, ἐπίπονος ἁ. a life of misery, S.Tr. 654 (lyr.); λυπρὰν ἄγειν ἡ. E. Hec. 364; ἐχθρὰ ἡ. Id.Ph. 540; παλαιὰ ἁ. old age, S.Aj. 623 (but θεία ἡ. Id.Fr. 950 is dub. l.); τερμία ἁ. Id.Ant. 1330 (lyr.); αἱ μακραὶ ἁμέραι length of days, Id.OC 1216(lyr.); νέα ἁ. youth, E. Ion 720(lyr.); so τῇ πρώτῃ ἡ. Arist.Rh. 1389a24; ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡ. at the close of life, ib. 1389b33, cf. S.OT 1529; ζοὴν βλέπουσιν ἡ. look life-like, Herod.4.68.3 poet. for time,ἡ. κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια S.Aj. 131
;ἐς τόδ' ἡμέρας Id.OC 1138
: pl., ἐν ἡμέραις τινός in the days of.., LXX 1 Ch.4.41, etc.; ἡ. ἀρχαῖαι ib.Ps.142(143).5.5 a fixed day, τακτὴ ἡ. Act.Ap.12.21; ῥητὴ ἡ. Luc.Alex.19;ἡ. ἔστησαν ἀρχαιρεσιῶν D.H.6.48
, cf. Act.Ap.17.31;ἡ. Κυρίου LXXJl.2.1
, cf. 2 Ep.Pet.3.12, etc.;ἡ. κρίσεως Ev.Matt.10.15
: so abs., ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας a human tribunal, 1 Ep.Cor.4.3;ἡμέραι καὶ ἀγῶνες Jahresh.23
Beibl.93 (Pamphyl.).6 in pl., age, προβεβηκὼς ἐν ταῖς ἡ. Ev.Luc.1.7, cf. LXXGe.47.8, etc.II abs. usages,1 gen., τριῶν ἡμερέων within three days, Hdt.2.115, cf. Th.7.3; ἡμερῶν ὀλίγων within a few days, Id.4.26, etc.; ἄλλης ἡ. another day, S.El. 698; τῆς αὐτῆς ἡ. Isoc.4.87;μιᾶς ἀμέρας IG5(1).213.43
(Sparta, V B.C.); ἡμέρας by day, opp. νυκτός, S.Fr.65;οὔθ' ἡμέρας οὔτε νυκτός Pl.Phdr. 240c
; τοὺς.. τῆς ἡ. ἄρτους δ ¯ daily, UPZ 47.21 (ii B.C.); δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης twice every day, Hdt.2.37; δίς τῆς ἡ. Pl.Com.207; πεντάκις τῆς ἡ. Men.326; κατεσθίω.. τῆς ἡ. πένθ' ἡμιμέδιμνα five every day, Pherecr.1.2 dat., τῇδε θἠμέρᾳ,= σήμερον, (S.OT 1283; .3 acc., πᾶσαν ἡ. any day, i.e. soon, Hdt.1.111, 7.203; τὴν μὲν αὐτίχ' ἡ. S.OC 433; ὅλην τὴν ἡ. Eup.233; τρίτην ἡ. ἥκων two days after one's arrival, Th.8.23;οὐδεμίαν ἡ. ὑπεύθυνος εἶναί φημι D.18.112
; πέντε ἡμέρας during five days, Th.8.103; τὰς ἡ. in the daytime, X.Cyr.1.3.12; τὴν ἡ. daily, LXXEx. 29.38.III with Preps., μίαν ἀν' ἁμέραν on one day, Pi.O.9.85; ἀνὰ πᾶσαν ἡ. every day, Hdt.7.198; ἀφ' ἡμέρας τῆς νῦν from this day, S.OT 351; but ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ from early in the day, Plb.8.25.11: δι' ἡμέρης, [dialect] Att. - ρας, the whole day long, Hdt.1.97, 2.173, Pherecr.64, Ar.Ra. 260(lyr.); διὰ τρίτης ἡ. every other day, Hdt. 2.37; διὰ πολλῶν ἡ. at a distance of many days, Th.2.29;δι' ἡμερῶν τινων Thphr.HP4.3.6
; εἰσ ἡμέραν yearly, LXXJd.17.10; ἐν ἡμέρῃ in a single day, Hdt.1.126, cf. Men.Pk. 377;ἐνἡ. μιᾷ S.OT 615
; τῇδ' ἐν ἡ. Id.OC 1612; ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡ. Ev.Jo.14.20; ἐν ἑστέραισιν ἡ. A.Ag. 1666; ἐν ὀκτὼ ἡ. Lys.20.10; but ἐν τρισὶν ἡ. within three days, Ev.Jo.2.19; ἐξ ἡμέρας by day, οὔτε νυκτὸς οὔτ' ἐξ ἡ. S.El. 780; ἡμέραν ἐξ ἡμέρας day after day, Henioch.5.13, LXXGe.39.10, 2 Ep.Pet.2.8 (butἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας LXX 2 Ch.21.15
); ἐπ' ἡμέρην ἔχειν, ἐφ' -ραν χρῆσθαι, sufficient for the day, Hdt.1.32, Th.4.69;τὸ γὰρ βρότειον σπέρμ' ἐφ' ἡ. φρονεῖ A. Fr. 399
;τῆς ἐφ' ἡ. βορᾶς E.El. 429
; but τοὐφ' ἡμέραν day by day, Id.Cyc. 336: c. dat., ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ (v.l. -ρης -της ) every day, Hdt.5.117;ὁ ἥλιος νέος ἐφ' ἡμέρῃ Heraclit.6
; καθ' ἡμέραν by day, A.Ch. 818 (lyr.); καθ' ἡ. τὴν νῦν to-day, S.OC3, Aj. 801; but καθ' ἡ. commonly means day by day, IG12.84.40, etc.; καθ' ἡ. ἀεί [S.]Fr.1120.4: with Art.,τὸν καθ' ἡ. βίον Id.OC 1364
;ἡ καθ' ἡ. ἀναγκαία τροφή Th.1.2
;τὰ καθ' ἡ. ἐπιτηδεύματα Id.2.37
;τὸ καθ' ἡ. ἀδεές Id.3.37
, etc.; τὸ καθ' ἡ. every day, Ar.Eq. 1126 (lyr.), etc.; alsoτὰ καθ' ἑκάστην τὴν ἡ. ἐπιτηδεύματα Isoc.4.78
; μετ' ἡμέρην in broad daylight, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Ar.Pl. 930; opp. νύκτωρ, Aeschin.3.77; μεθ' ἡμέρας some days after, LXXJd.15.1; ἡμέρα παρ' ἡμέραν γιγνομένη day following on day, Antipho 5.72; but παρ' ἡμέραν every other day, Dsc.3.137, Luc.DDeor.24.2;παρ' ἡ. ἄρχειν Plu.Fab.15
;καθ' ἡμέραν εἰώθειν ὀργίζεσθαι, νῦν παρ' ἡμέραν, εἶτα παρὰ δύο, εἶτα παρὰ τρεῖς Arr.Epict.2.18.13
; πρὸ ἡμέρας before day-break, Diph.22; but πρὸ ἀμερᾶν δέκα ἤ κα μέλλωντι ἀναγινώσκεν GDI5040.42 ([place name] Crete); (Thisbe, ii B.C.); γίγνεται, ἔστι πρὸς ἡμέραν, towards day, near day, X.HG2.4.6, Lys.1.14; also, for the day, daily, Charito 4.2.IV as pr. n., the goddess of day, Hes.Th. 124.2 v. ἥμερος 11. -
19 αὐθήμερος
αὐθ-ήμερος, an demselben Tage gemacht, λόγοι, Reden aus dem Stegereif; gew. adv. αὐϑημερόν, auf der Stelle
См. также в других словарях:
αυθημερόν — (AM αὐθημερόν, Α και αὐθήμερα και αὐτημερόν, ιων. τ.) [αυθήμερος] μέσα στην ίδια μέρα, μονομερίς … Dictionary of Greek
αυθημερόν — επίρρ. χρον., την ίδια μέρα: Ήρθε, αλλά έφυγε αυθημερόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐθημερόν — αὐθήμερος made indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθήμερον — αὐθήμερος made masc/fem acc sg αὐθήμερος made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτημερόν — αὐτημερόν επίρρ. (Α) αυθημερόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αυθημερόν] … Dictionary of Greek
оидень — в тот же день , только русск. цслав. оидьнь αὑθημερόν (Григ. Наз., изд. Будиловича 47а), где ои , согласно Лескину (IF 17, 491), родственно др. инд. ауаm он, этот , авест. ауǝm, лат. еum (*еi̯оm) и т. д.; ср. Вальде–Гофм. 1, 720. Спрашивается,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγοραπωλησία — Η πράξη της αγοράς και της πώλησης. Υπάρχουν πολλών ειδών α., αλλά οι πιο αντιπροσωπευτικές του όρου είναι εκείνες που γίνονται στα χρηματιστήρια. Οι κυριότερες είναι: η α. με προθεσμία, η α. επί δώρω, η α. τοις μετρητοίς και η α. σταθερά. Η… … Dictionary of Greek
ανήμερα — επίρρ. (Μ ἀνήμερα) κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης ημέρας, αυθημερόν … Dictionary of Greek
απαυθημερίζω — ἀπαυθημερίζω (Α) 1. κάνω κάτι την ίδια μέρα 2. μεταβαίνω σε κάποιον τόπο και επιστρέφω αυθημερόν … Dictionary of Greek
αυτήμαρ — αὐτῆμαρ επίρρ. (Α) [ήμαρ] την ίδια μέρα, αυθημερόν … Dictionary of Greek
επάμερον — ἐπάμερον (Α) επίρρ. αυθημερόν) … Dictionary of Greek