-
1 αυτημερον
-
2 αυτημερόν
-
3 αὐτημερόν
-
4 αὐτημερόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτημερόν
-
5 αὐθ-ήμερος
αὐθ-ήμερος ( ἡμέρα), an demselben Tage gemacht, λόγοι, Reden aus dem Stegereif, Aesch. 3, 208, Bekker οἱ αὐϑημερὸν λόγοι; gew. adv. αὐϑημερόν (so zu accent. nach Hdn. E. Gud. 499, 36), auf der Stelle, Aesch. Pers. 454; Thuc. 2, 12 u. sonst; ion. αὐτημερόν, Her. 2, 122.
-
6 ἐξ-ανύω
ἐξ-ανύω (s. ἀνύω), 1) vollenden, ausführen; Θέτι-δος δ' ἐξήνυσε βουλάς Il. 8, 370; τί μοι ἐξανύσεις χρέος Soph. O. R. 157; ϑεῶν πάνϑυτα ϑέσμι' ἐξήνυσε Ai. 699, Schol. ἐξεπλήρωσε; μοῖραν πόνων ἐξανύσειν [mit langem υ, wie es scheint], 909; ἄστρων πόλον Eur. Or. 1685; sp. D. Auch im med., ἐξανύσασϑαι τάφον τέκνοις, ein Grab erlangen, Eur. Suppl. 297, vgl. Bacch. 131. Wie Eur. sagt ταχύπουν ἴχνος ἐξανύων, Tr. 232, u. δρόμον, Phoen. 164, so wird mit Weglassung des acc. gesagt ἐξανύουσι τῆς Μαγνησίης χώρης ἐπὶ Σηπιάδα, gehen nach Sep., Her. 7, 183; ἐπεὰν αὐτήμερον νηῠς ἐξανύσῃ ἐκ τῆς ὑμετέρης εἰς τὴν ἡμετέρην 6, 139. – 2) von lebenden Wesen, tödten; Il. 11, 365. 20, 452; λέοντας Eur. Herc. Fur. 1273; in Prosa, Ann. Illyr. 15 B. Civ. 2, 73.
-
7 αυθημερον
ион. αὐτημερόν adv. в тот же день, немедленно, тут же Aesch., Her., Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst., Plut. -
8 αὐθήμερος
αὐθήμερ-ος, ον,A made or done on the very day,αὐ. ἀναπλάσσεσθαι Hp.Art.37
; λόγοι extemporaneous speeches, prob. f.l. for -ημερόν in Aeschin.3.208.2 φάρμακον αὐ. curing in one day, Gal.12.755.II Adv. [full] αὐθημερόν (on the accent v. Hdn.Gr.1.491) on the very day, on the same day, immediately, A.Pers. 456, Ar.Ach. 522, al., Th.2.12, D.21.89:—also [full] αὐθήμερα Hp.Fract.24, Mochl.42; [dialect] Ion. [full] αὐτημερόν Hdt.2.122, 6.139 (but αὐθ- in Hp.Prog.17, Aph.4.10); [dialect] Locr. [full] αὐταμαρόν IG9(1).334.33; [dialect] Dor. [full] αὐθαμέραν SIG559.57 (Megalop.); Cret. [full] αὐταμερίν GDI 4999 ([place name] Gortyn).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθήμερος
См. также в других словарях:
αυτημερόν — αὐτημερόν επίρρ. (Α) αυθημερόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αυθημερόν] … Dictionary of Greek
αὐτημερόν — αὐθήμερος made masc/fem acc sg (ionic) αὐθήμερος made neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθημερόν — (AM αὐθημερόν, Α και αὐθήμερα και αὐτημερόν, ιων. τ.) [αυθήμερος] μέσα στην ίδια μέρα, μονομερίς … Dictionary of Greek