-
21 αὐτό-ποιος
αὐτό-ποιος, von selbst geworden, nicht von Menschenhänden gepflanzt, Soph. O. C. 703, wo auch αὐτοποιός accentuirt wird, von den heiligen Oelbäumen in Athen.
-
22 αὐτό-ποκον
αὐτό-ποκον ἱμάτιον com. Poll. 7, 61, = συρία; B. A. p. 467; von Natur zottig, ungeschoren.
-
23 αὐτό-πονος
αὐτό-πονος, dass., ohne Mühe bereitet, Nic. Ther. 23.
-
24 αὐτό-πολις
αὐτό-πολις, ἡ, unabhängiger, selbstständiger Staat; αὐτοπὀλιες neben αὐτόνομοι πὀλεις Thuc. 5, 79.
-
25 αὐτό-πῡρος
αὐτό-πῡρος ἄρτος Alexis bei Ath. III, 110 e, grobes Weizenbrot, wozu das Mehl u. die Kleie genommen wurde, Galen.
-
26 αὐτό-ριζος
αὐτό-ριζος, Babr. 36, 1, des Verses wegen, = αὐτόῤῥιζος.
-
27 αὐτό-σπορος
αὐτό-σπορος, selbst gesäet, Nonn.; aber γύαι, sich selbst besäend, von selbst fruchtbar, Aesch. frg. 184.
-
28 αὐτό-στεγος
αὐτό-στεγος, σπῆλυγξ, von Natur bedacht, Dionys. bei Ath. IX, p. 401 f.
-
29 αὐτό-στονος
αὐτό-στονος, bei sich seufzend, Aesch. Sept. 899.
-
30 αὐτό-στολος
αὐτό-στολος, von selbst zu Schiffe gehend, Soph. Phil. 494; Mus. 275.
-
31 αὐτό-σαρξ
-
32 αὐτό-σκωμμα
αὐτό-σκωμμα, τό, Alciphr. 3, 43 nach Ruhnken's Emend. neben αὐτόχαρις, ächter Spott.
-
33 αὐτό-σκευος
αὐτό-σκευος ( σκευή), selbst zugerichtet, schlecht gemacht, λύριον Synes.; dah. kunstlos, φύσεως αὐτ. ἔρευϑος Aristaen. 2, 22; = αὐτουργός, Poll. 10, 14.
-
34 αὐτό-σκηνος
αὐτό-σκηνος ( σκηνή), allein speisend, Xen. Cyr. 8, 1, 14, v. l. ἀπόσκηνος.
-
35 αὐτό-σοφος
αὐτό-σοφος, selbst weise, Tzetz.
-
36 αὐτό-σῑτος
αὐτό-σῑτος, sein Essen zu einem gemeinschaftlichen Mahle mitbringend, Crobyl. bei Ath. II, p. 47 e.
-
37 αὐτό-τροφος
αὐτό-τροφος, von Phryn. p. 201 als schlechteres Wort für οἰκόσιτος verworfen.
-
38 αὐτό-τυποι
αὐτό-τυποι, ὠτειλαί, selbst geschlagen, Opp. Hal. 2, 358.
-
39 αὐτό-τεχνος
αὐτό-τεχνος (τέχνη), πρὸς ἴασιν, durch sich selbst in der Arzneikunde unterrichtet, Plut. Gryll. 9 u. A.
-
40 αὐτό-τοκος
αὐτό-τοκος, 1) sammt der Leibesfrucht, Aesch. Ag. 135. – 2) αὐτοτόκος, selbstgebärend, Nonn. 8, 81.
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)