-
1 ωτειλαί
-
2 ὠτειλαί
-
3 χαλκό-τυπος
χαλκό-τυπος, mit Erz, mit ehernen Waffen geschlagen, ὠτειλαί Il. 19, 25.
-
4 χαλκό-τορος
χαλκό-τορος, aus Erz od. Kupfer gearbeitet, ξίφος Pind. P. 4, 147. – Durch Erz gebohrt, geschlagen, ὠτειλαί Opp. Cyn. 5, 329.
-
5 αὐτό-τυποι
αὐτό-τυποι, ὠτειλαί, selbst geschlagen, Opp. Hal. 2, 358.
-
6 ἐπι-μύω
ἐπι-μύω, die Augen, den Mund verschließen; τοὺς ὀφϑαλμούς D. Sic. 1, 48; ὄμματα Opp. Hal. 2, 110; ὀπωπάς Cyn. 4, 144; ohne Zusatz, ἄνοια τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, μηδὲ τοὺς πέλας ὁρᾶν Pol. 4, 27, 7; den Mund als Zeichen des Zugeständnisses schließen, Ar. Vesp. 934; – ὠτειλαὶ δ' ἑκάτερϑεν ἐπιμύουσιν ὀδόντων Opp. Cyn. 2, 290.
-
7 χαλκοτυπος
-
8 κωτειλαί
-
9 κὠτειλαί
-
10 αὐτότυπος
αὐτό-τῠπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτότυπος
-
11 στερέμνιος
A = στερεός, hard, fast, firm,οὐρανός Placit.2.11.2
; ;ὠτειλαί Aret.
l.c.;σιτίον Ath.1.10c
; τὰ ς. solid food, BKT3p.20; also τὰ ς. solid objects, Epicur. Ep.1pp.9, al. U. (also sg., Id.Nat.2.3, al.);σ. πύκνωμα Phld.D.3.11
;τὰ -ώτερα D.S.1.7
; σ. κίνησις stable motion, Bito 60.7. Adv. - ίως firmly, κλῖμαξ σ. ἐνδεδεμένη ibid., cf. Hp.Alim.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερέμνιος
-
12 χαλκότορος
χαλκό-τορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκότορος
-
13 χαλκοτύπος
χαλκοτύ?χαλκοτύποςXπ-ος (parox.), ον,A forging or working copper,τέχναι Man.4.570
;ἀνὴρ ἐν Κορίνθῳ χ. Plu.2.395c
:—Subst., coppersmith,χ. καὶ σιδηρεῖς X.Ages. 1.26
. Vect.4.6; generally, smith, Lycurg.58, D.25.38, IGRom.4.1259 ([place name] Thyatira), etc.; but distd. from χαλκεύς, X.HG3.4.17.2 = χαλκόκροτος 1, μανίη, of the priests of Cybele, AP6.51.II proparox. χαλκότῠπος, ον, [voice] Pass., inflicted with arms of bronze,ὠτειλαί Il.19.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκοτύπος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский