-
41 αὐτό-φυτα
-
42 αὐτό-φωρος
αὐτό-φωρος ( φώρ), eigtl. beim Diebstahl, übh. beim Verbrechen, auf der That ertappt, Thuc. 6, 38; ἀμπλακήματα, Verbrechen, auf denen Einer sich selbst ertappt, Soph. Ant. 51. Sonst ist gew. ἐπ' αὐτοφώρῳ λαμβάνειν, auf der That ertappen, Eur. Ion. 1214; bes. häufig bei den Rednern; seltener ἐλέγξαι, Lys. 7, 42; ἐπιδεῖξαι 1, 21; vgl. bes. 13, 86 ff; – mit dem particip. verbunden, ὃν εἰλήφατ' ἐπ' αὐτοφώρῳ τοιαῠτα πεποιηκότα Dem. 19, 132; pass., ἐπ' αὐτοφώρῳ εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν, ich bin überführt, daß ich der Reichste bin, Xen. Symp. 3, 13; ταῠτα δρῶν Ar. Pl. 455; δῶρα ἔχων Dinarch. 1, 29. 53
-
43 αὐτό-φως
αὐτό-φως, ωτος, τό, das Licht selbst, Sp.
-
44 αὐτό-φωνος
αὐτό-φωνος (φωνη), selbst tönend; χρησμοί, Orakel vom Gott selbst gesprochen, Luc. Alex. 26.
-
45 αὐτό-φαγος
αὐτό-φαγος, Hesych. als Erkl. von αὐτόφορβος.
-
46 αὐτό-φορτος
αὐτό-φορτος, 1) mit eigner Last beladen, die Last selbst tragend, Aesch. Ch. 664; Soph. frg. 250; Hes. erkl. αὐτοδιάκονος, aus Cratin. kom. für τοὺς τὰ κοινὰ φορτιζομένους. – 2) ναῠς ἀπόλωλε αὐτόφορτος, sammt der Ladung, Plut. tranq. an. 6; Aem. Paul. 9.
-
47 αὐτό-φορβος
αὐτό-φορβος ( φέρβω), sich selbst verzehrend, Aesch. frg. 98.
-
48 αὐτό-φλοιος
-
49 αὐτό-χρημα
αὐτό-χρημα, adv., in der That, leibhaftig, Ar. Equ. 78; ganz u. gar, ὡς αὐτόχρημα αἱ μυῖαι, ganz wie die Fliegen, Ael. H. A. 2, 44; vgl. 14, 10; Sp.
-
50 αὐτό-χροος
αὐτό-χροος, mit eigener, natürlicher Farbe, μέλαν Plut. qu. Rom. 26; von einerlei Farbe, χλαμύς, dem περιπόρφυρος entgegstzt Plut. de Alex. fort. I, 8.
-
51 αὐτό-χυτος
αὐτό-χυτος, von selbst, von Natur ergossen, ὕδωρ Aristid.; κέρατα, von Natur gewachsen, Phocyl. 119.
-
52 αὐτό-χαρις
αὐτό-χαρις, ιτος. die Anmuth selbst, αὐτοχάριτες Αττικαί, die leibhaften attischen Huldgöttinnen, Alciphr. 3, 43.
-
53 αὐτό-χειρ
αὐτό-χειρ, ειρος, 1) eigenhändig, mit eigner Hand vollbringend, ἄναξ Aesch. Suppl. 587; παίειν Soph. Or. 1331; τάφου Ant. 306; vgl. Ar. Av. 1135. Auch tu Prosa, ἔργου Antipho. 5, 62; ἀγαϑῶν, Götter, Geber des Guten, Isocr. 5, 150; τῆς ἀσελγείας Dem. 21, 60; μάχης Herodian. 7, 3 u. Sp.; αὐτόχειρες ϑηρεύειν Plat. Legg. VII, 824 b; ἀποκτεῖναι IX, 865 b; πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι, durch eigenhändige Frevelthat, Wechselmord, Soph. Ant. 172; bes. Urheber des Mordes, φόνου O. R. 266 El. 943 (Selbstmörder, B. A. 468); Mörder, ohne diesen Zusatz, O. R. 231, wie Plat. Legg. IX, 872 b; ἀνδρός Antipho. 5, 47; τῶν πολιτῶν Isocr. 4, 112; ἄλλου Dem. Lept. 137; vgl. Pol. 2, 58 u. Sp.; Plut. Lyc. et Num. 3; App. B. C. 4, 9. – 2) pass., eigenhändig, d. i. selbstgethan, ϑάνατος Eur. Phoen. 887; γράμματα, selbstgeschrieben, D.C. – Adv. αὐτοχείρως, Schol. Soph. Ai. 57.
-
54 αὐτό-χθων
αὐτό-χθων, ονος, aus dem Lande selbst, eingeboren, λαός Eur. Ion. 29; vgl. 589. 737; οἱ αὐτόχϑονες, nicht als Ansiedler aus der Femde gekommene, sondern ursprüngliche, von jeher einheimische Volksstämme, Her. oft u. Folgde; bes. werden die Athener oft so genannt, μόνοι γὰρ πάντων ἀνϑρώπων, ἐξ ἧσπερ ἔφυσαν, ταύτην ᾤκησαν, καὶ τοῖς ἐξ αὐτῶν παρέδωκαν Dem. 60, 4; auch adj., αὐτόχϑων παὶ γνησία ἀρετή Lys. 2, 43.
-
55 αὐτό-χθονον
αὐτό-χθονον, δόμον, sammt dem Lande, Aesch. Ag. 522, man vermuthet αὐτόχϑον' ὅν.
-
56 αὐτό-χῡμος
αὐτό-χῡμος, von eignem od. natürlichem Safte, Aristid.
-
57 αὐτό-ξυλος
αὐτό-ξυλος ( ξύλον), von bloßem Holz, ganz von Holz, ἔκπωμα Soph. Phil. 35; Πάν, Apollonid. 10 ( Plan. 235); nach Eustath. ὅσα ἔργα οὐκ εἰς κάλλος εἴργασται.
-
58 αὐτό-γραφος
αὐτό-γραφος, eigenhändig geschrieben, ἐπιστολαί, Dion. Hal. 5, 7; τὸ αὐτόγραφον, die eigene Handschrift, das Original, Plut. adv. Col. 14.
-
59 αὐτό-κριτος
αὐτό-κριτος, selbst gerichtet, Artemid. 4, 72.
-
60 αὐτό-κρᾱς
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)