Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αὐτό-τεχνος

См. также в других словарях:

  • αυτότεχνος — αὐτότεχνος, ον (Α) αυτοδίδακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + τεχνος < τέχνη (πρβλ. άτεχνος, έντεχνος, κακότεχνος)] …   Dictionary of Greek

  • κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»