Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αὐτίχ'

См. также в других словарях:

  • αὐτίχ' — αὐτίκα , αὐτίκα forthwith indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετοιμάζω — (ΑΜ ἑτοιμάζω) [έτοιμος] 1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ ἑτοιμάσατ », Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ετοιμάζομαι α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος i.… …   Dictionary of Greek

  • μάρπτω — (Α) 1. συλλαμβάνω, αρπάζω, πιάνω (α. «μάρπτει δὲ χερσὶν ἡνίας ἀπ ἄντυγος», Ευρ. β. «αὐτίχ ἕνα μάρψας ἑτάρων», Ομ. Οδ.) 2. πλήττω, χτυπώ («μάρψω δ αὖ τόξοις», Ευρ.) 3. (για ψήφο) καταδικάζω («εἴ σε μάρψει ψῆφος», Αισχύλ.) 4. (για ύπνο) καταλαμβάνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»