-
1 αὐτο-φυής
αὐτο-φυής, ές (φύω), von selbst wachsend, Hes. Th. 813; übh. was von Natur, nicht durch Kunst ist, λιμήν Thuc. 1, 93; στρωμνή Plat. Prot. 321 b; dem χειροποίητος entgeggstzt Pol. 9, 27; so heißt die Heuschrecke αὐτοφυὲς μίμημα λύρης Mel. 112 (VII, 195); χρυσός, gediegenes Gold, D Sic. 3, 45; ἑκάστου τὸ αὐτοφυές, die natürliche Eigenthümlichkeit eines Jeden, Plat. Rep. VI, 486 e; dem ἐπίκτητον entgeggstzt Arist. rhet. 1, 7. – Adv. αὐτοφυῶς ὅμοιον, von Natur ähnlich, Plat. Gorg. 513 b.
-
2 αὐτοφυής
αὐτο-φυής, αὐτό-φυτα, von selbst wachsend; übh. was von Natur, nicht durch Kunst ist; so heißt die Heuschrecke αὐτοφυὲς μίμημα λύρης; χρυσός, gediegenes Gold; ἑκάστου τὸ αὐτοφυdie natürliche Eigentümlichkeit eines jeden; Adv. αὐτοφυῶς ὅμοιον, von Natur ähnlich -
3 αὐτόφυτα
αὐτο-φυής, αὐτό-φυτα, von selbst wachsend; übh. was von Natur, nicht durch Kunst ist; so heißt die Heuschrecke αὐτοφυὲς μίμημα λύρης; χρυσός, gediegenes Gold; ἑκάστου τὸ αὐτοφυdie natürliche Eigentümlichkeit eines jeden; Adv. αὐτοφυῶς ὅμοιον, von Natur ähnlich -
4 αὐτοφυής
αὐτο-φῠής, ές,A self-grown, στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐ., of the fur of beasts, Pl.Prt. 321a; self-existent, Critias 19.1 D.2 self-grown, of home production,ἀγαθά X.Vect.2.1
;ὦπόλι φίλη Κέκροπος, αὐτοφυὲς Ἀττική Ar.Fr. 110
.3 natural, opp. artificial, ;λιμήν Th.1.93
; χρυσὸς αὐ. native gold, D.S.3.45;κύανος αὐ. Thphr. Lap.39
; αὐ. λόφοι hills in their natural state, not quarried or mined, X.Vect.4.2; a natural growth,Theoc.
9.24; opp. χειροποίητος, Plb.9.27.4; opp. τὰ διὰ τέχνης, wild, not cultivable, Thphr.CP3.1.1; of a horse, τὸν αὐτοφυῆ (sc. δρόμον) διατροχάζειν to have natural paces, X.Eq.7.11; αὐ. γηρύματα ' native wood-notes wild', of birds, opp. language, Plu.2.973a; of style, natural, simple, D.H.Din.7; αὐ. αἴσθησις, opp. ἐπιστημονική, Phld.Mus.p.11 K., cf. p.63 K.: [comp] Comp. - έστερος more natural, of an explanation, Simp. in Ph.149.18. Adv. -φυῶς, ὅμοιον like by nature, 6opp. μιμητής, Pl. Grg. 513b;αὐ. ἀγαθοί Id.Lg. 642c
.II [voice] Act., bearing, producing of itself,γῆ αὐ. ὧν φέρει Philostr.Im.2.18
. Adv.- φυῶς
spontaneously,Syrian.
in Metaph.123.22;αὐ. κινούμενοι Plot.6.5.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοφυής
-
5 αυτοφυης
-
6 самородный
самород||ныйприл мин. ἀμιγής, αὐτο-φυής:\самородныйное золото ὁ αὐτοφυής χρυσός.
См. также в других словарях:
εριφυής — ἐριφυής, ές (Μ) πολύβλαστος («ἐριφυὴς κριθὴ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φυής (< φύω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτο φυής, ευ φυής)] … Dictionary of Greek
ευθυφυής — εὐθυφυής, ές (Α) αυτός που φύεται ή βλαστάνει κατευθείαν, χωρίς κλίση ή καμπυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φυής (< πιθ. *φύος, το < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
κερατοφυής — κερατοφυής, ές (Α) (για ζώο) αυτός στο κεφάλι τού οποίου φύονται κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φυής (< φύος), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
κοιλοφυής — κοιλοφυής, ές (Α) αυτός που είναι από τη φύση του κοίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + φυής (< φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
κοινοφυής — κοινοφυής, ές (Α) αυτός που έχει κοινή αρχή, κοινή καταγωγή με κάποιον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φυής (< φύος, τό), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
κομνηνοφυής — κομνηνοφυής, ές (Μ) αυτός που έχει γεννηθεί από τους αυτοκράτορες Κομνηνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κομνηνός + φυής (< φύος), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
λεπτοφυής — ές (Α λεπτοφυής, ές) αυτός που έχει λεπτή υφή, λεπτή φύση, λεπτός κατά τη φυσική κατασκευή του («λεπτοφυές σώμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + φυής (< φύος < φύω), πρβλ. αυτο φυής, ευ φυής] … Dictionary of Greek
μακροφυής — μακροφυής, ές (Α) 1. αυτός που έχει από τη φύση του μακρύ σχήμα, επιμήκης, μακρύς 2. (για δημητριακά) ο ανεπτυγμένος καλά, ο ψηλός, ο θρεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
μεγαλοφυής — ές (ΑM μεγαλοφυής, ές) 1. αυτός που είναι προικισμένος από τη φύση με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες και τού οποίου τα δημιουργικά επιτεύγματα διακρίνονται για την πρωτοτυπία και τη διαχρονική και υψηλής στάθμης αξία τους (α. «μεγαλοφυής… … Dictionary of Greek
νεοφυής — ές (Α νεοφυής, ές) αυτός που φύτρωσε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φυής (< φύομαι), πρβλ. αυτο φυής] … Dictionary of Greek