Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἴθρην

См. также в других словарях:

  • Αἴθρην — Αἴθρη clear sky fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴθρην — αἴθρη clear sky fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωρίζω — και αττ. τ. ξυνωρίζω Α [συνωρίς, ίδος] 1. (σχετικά με ζώα) τοποθετώ στον ίδιο ζυγό 2. (αμτβ.) συνδέομαι («ἰχθύσιν ἤ Διδύμοισι συνωρίζουσι κατ αἴθρην», Μαν.) 3. (το β εν. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ.) ξυνωρίζου (ενν. χέρα) ένωσε το χέρι σου με το δικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»