-
1 αιθερία
αἰθερίᾱ, αἰθέριοςof: fem nom /voc /acc dualαἰθερίᾱ, αἰθέριοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 αἰθερία
αἰθερίᾱ, αἰθέριοςof: fem nom /voc /acc dualαἰθερίᾱ, αἰθέριοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αιθέρια
-
4 αἰθέρια
-
5 αἰθέριος
αἰθέριος, α, ον (Arist. mund. 2 ἡ αἰϑέριος φύσις), ätherisch, κόνις, zum Himmel sich erhebender Staub, Aesch. Spt. 81; νεφέλαι Soph. O. C. 1084; νέφος Ar. Av. 776; oft Eur., αἰϑερία ἀνέπτα, zum Aether; πάλλε πόδ' αἰϑέριον Tr. 325; αἰϑερία πέτρα Suppl. 989, der hohe Fels; Sp. D. Seltener in Prosa, Tim. Locr. 96 c; πῠρ Plut. Lys. 12; ὕδωρ aqu. etign. 3.
-
6 αιθερίας
-
7 αἰθερίας
-
8 αιθέρι'
αἰθέρια, αἰθέριοςof: neut nom /voc /acc plαἰθέρια, αἰθέριοςof: neut nom /voc /acc plαἰθέριε, αἰθέριοςof: masc voc sgαἰθέριε, αἰθέριοςof: masc /fem voc sgαἰθέριαι, αἰθέριοςof: fem nom /voc pl -
9 αἰθέρι'
αἰθέρια, αἰθέριοςof: neut nom /voc /acc plαἰθέρια, αἰθέριοςof: neut nom /voc /acc plαἰθέριε, αἰθέριοςof: masc voc sgαἰθέριε, αἰθέριοςof: masc /fem voc sgαἰθέριαι, αἰθέριοςof: fem nom /voc pl -
10 γύαλον
γύαλον, τό (verwandt mit γύης, ursprünglich dasselbe Wort wie κοῖλος, d. h. κόϊλος, Umlaut), die Höhlung, Wölbung; Hom. ϑώρηκος γύαλον Iliad. 5, 99. 13, 507. 587. 17, 314, nach Aristarchs Beobachtung, Lehrs Aristarch. p. 114, kein bestimmter, einzelner Theil des Panzers, sondern die ganze Höhlung, Wölbung desselben, = der gewölbte Panzer; διὰ ϑώρηκος γυάλοιο Iliad. 5, 189; plural. Iliad. 15, 530 πυκινὸς δέ οἱ ἤρκεσε ϑώρηξ, τόν ῥ' ἐφόρει γυάλοισιν ἀρηρότα: plur. Homerisch anstatt des singul., bei ἀρηρότα nach Homers Art der Begriff »gut« zu ergänzen, »wohlgefügt in seiner Wölbung«, d. h. ein gewölbter, wohlgefügter Panzer. Man könnte auch annehmen, γύαλα seien die zwei Hälften des Panzers, Brust- und Rückenstück, welche an den Seiten des Leibes durch Spangen oder dgl. verbunden werden, und γυάλοισιν ἀρηρότα bezeichne, daß die beiden Hälften des Panzers fest zusammengeschnallt waren, oder vom Waffenschmiede sorgfältig gearbeitet waren, so daß sie fest und genau an einander paßten; eine solche Erklärung findet sich bei Paus. 10, 26, 2, aber Aristonicus wenigstens sagt davon Nichts, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 5, 99. 189. 13, 507. 15, 530. 19, 361. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 55, 28. S. auch κραταιγύαλος. – Nach Hom. bes. von Thalgründen und Schluchten, Παρνησσοῖο Hes. Th. 499; H. h. Apoll. 396; Pind. Πυϑῶνος, Θεράπνας, P. 8, 66 N. 10, 56; Tragg.; γύαλα πέτρας, Felsgrotten, Soph. Phil. 1081; Λύδια, Lydische Thäler, Gefilde, Aesch. Suppl. 345 (vgl. γύα); Ναυκράτιδος γυάλων ναέται Archi. 5 (VI, 207); αἰϑέρος γύαλα, Himmelsgewölbe, Orph. H. 18, 16, wie αἰϑέρια Opp. C. 1, 281; auch κρατήρων, der hohle Bauch der Mischgefäße, Eur. I. A. 1052.
-
11 αναπετομαι
поэт. ἀμπέτομαι (fut. ἀναπτήσομαι, aor. 2 ἀνεπτόμην)1) взлетать, улетать(πρὸς Ὄλυμπον Arph.; εἰς τὸν οὐρανόν Plat., Aeschin.)
αἰθερία ἀνέπτα Eur. — она вознеслась в эфир2) подпрыгивать, трепетатьπεριχαρές ἀνεπτάμᾱν (дор.) Soph. — я трепещу от восторга;
ἀνέπταν φόβῳ Soph. — я охвачен страхом -
12 πλαξ
πλᾰκός ἥ1) плоскость, равнина(ἠπείρου π. Aesch.)
πλάκες ὀρέων Eur. — нагорья;πόντου π. Pind. — поверхность моря;αἰθερία π. Eur. — воздушные пространства;νεκρῶν π. Soph. и πλάκες Aesch. — равнина мертвецов, т.е. подземное царство2) плита(λίθων πλάκες Luc.; ὑπὸ πλακὴ τετάφθαι Anth.)
3) верхняя площадкаπυργώδης π. Soph. — вершина башни;
π. Σουνίου Soph. — вершина Сунийского мыса4) анат. (гладкая) пластинка, щиток Arst.5) лепешка(κοπτῆς πλάκες Anth.)
6) скрижальαἱ πλάκες τῆς διαθήκης NT. — скрижали завета -
13 αιθερίαν
-
14 αἰθερίαν
-
15 αἰθέριος
1 high in air, on high, A.Pr. 158 (anap.), Th.81, S.OC 1082, etc.; αἰθερία ἀνέπτα flew up into the air, E.Med. 440, cf. Andr. 830; αἰ. γῆ, of the moon, Pythag. ap. Simp.in Cael.511.26: epith. of Zeus, Arist.Mu. 401a17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθέριος
-
16 γύαλον
A hollow, in Il. always of the breast- or back-piece of the cuirass, [θώρηκα] γυάλοισιν ἀρηρότα Il.15.530
: sg., usu. of the front-piece, 5.99, al.3 κοίλας πέτρας γ. hollow of a rock, S.Ph. 1081 (lyr.); cavern,πέτρινα [μύχατα] γύαλα E.Hel. 189
(lyr.).4 pl., of hollow ground, vales, dells,γυάλοις ὕπο Παρνησοῖο Hes.Th. 499
, cf. h.Ap. 396;Νύσης h.Hom.26.5
;γ. Θεράπνας Pi.N.10.56
(butγ. Πυθῶνος, Φοίβου Id.P.8.63
, E.Ph. 237 (lyr.), cf. Ion 245, S.Fr. 460, may perh. refer to the rock-chambers of Delphi, cf. γύαλα· θησαυροί, ταμιεῖα, Hsch., and so perh. in E.Andr. 1093 (v. supr.)); Λύδιά τ' ἂγ γύαλα throughout the vales of Lydia, A.Supp. 550 (lyr.);γύαλα χώρας Ar.Th. 110
(lyr.); αἰθέρια γύαλα the vault of heaven, Opp.C. 1.281, cf. Orph.H.19.16. -
17 πλάξ
A anything flat and broad, esp. flat land, plain,πᾶσαν ἠπείρου πλάκα A.Pers. 718
; Φλεγραίαν π. Id.Eu. 295; νυχίαν π., of Psyttaleia (fort. μυχίαν), Id.Pers. 953 (lyr.);πλακὸς ὑλίας Berl.Sitzb.1927.7
([dialect] Locr., v B.C.);νεκύων πλάκα S.OC 1564
(lyr.); νεκρῶν πλάκες ib. 1577 (lyr.); also of sea and sky, πόντου πλάξ the ocean- plain, Pi.P.1.24 ; ; ποντία, πελαγία π., E.Fr.578.4, Ar.Ra. 1438;κατ' Αἰγαίην πόντου πλάκα BMus.Inscr.1012
(Chalcedon, i B.C./i A.D.);αἰθερία πλάξ E. El. 1349
(anap.); flat top of a hill, table-land, Σουνίου, Οἴτης π., S.Aj. 1220, Ph. 1430; ; ἀπ' ἄκρας πυργώδους πλακός from the flat top of the towering hill, S.Tr. 273;τὰς π. τοῦ ὄρους Ant.Lib.4.1
.2 flat stone, tablet,ἐργώνας τᾶν πλακῶν τᾶς τομᾶς εἰς τὸν ὀχετόν IG42(1).109
iii 154 (Epid., iii B.C.);π. ἐπιγεγραμμέναι OGI672.12
(Egypt, i A.D.), cf. Luc.Somn.3, etc.; of the Tables of the Jewish Law, αἱ π. τοῦ μαρτυρίου, τῆς διαθήκης, LXXEx. 31.18, Ep.Hebr.9.4;λίθων πλαξὶ λείαις Luc.Am.12
;οὐκ ἐν πλαξὶν λιθίναις ἀλλ' ἐν π. καρδίας 2 Ep.Cor.3.3
; tombstone, AP7.324, cf. IG 12(5).329 (pl., Paros): pl., slabs of marble, Chor.p.89 B., cf. eund. in Rev.Phil.1877.79; ὥσπερ μαρμάρου π., of ice, Jul.Mis. 341b.b πλάκες χρυσίου gold plates, Str.4.2.1;σαπφείροιο D.P.1105
; ἡ ἐντὸς π. τῶν κογχυλίων the inner surface.., Thphr.Sens.73.c ἡ π. τοῦ βαλανίου τούτου prob. part of the furnace, PMag.Osl.1.340. d. pl., flakes of ἀρσενικὸν τὸ πλακῶδες, Dsc.5.104.4 κοπτῆς πλάκες,πλακοῦντες, AP12.212 (Strat.). (Cf. Lett. plakt 'become flat'.) -
18 ἀναπέτομαι
A f, late [full] ἀναπετάομαι v.l. in Gp.2.5.12: [tense] fut. - πτήσομαι: [tense] aor. ἀνεπτόμην or ἀνεπτάμην, in Trag. also ἀνέπτην, [ per.] 3pl.ἀνέπτησαν Ant.Lib.14.4
:—fly up, fly away,ἢν.. ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανόν Hdt.4.132
, cf. 5.55; ;αἰθερία δ' ἀνέπτα E.Med. 440
; ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην ;ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.24
= Ar.Av. 1372, cf. 35, Lys. 774;εἰ.. πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο Pl.Phd. 109e
;εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσῃ Id.Lg. 905a
, cf. Aeschin.3.209; hurry off, Luc.Alex.30: metaph.,ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται E.Andr. 1219
.2 metaph., to be on the wing,περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν S. Aj. 693
;ἀνέπταν φόβῳ Id.Ant. 1307
.—Cf. ἀνίπταμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπέτομαι
-
19 ῥόμβος
A bull-roarer, instrument whirled round on the end of a string, used in the mysteries, , cf. Archyt.1, Theoc.2.30; as a boy's toy, AP6.309 (Leon.), Orph.Fr.31.29, Fr.34, M.Ant.5.36; defined as ξυλήφιον, οὗ ἐξῆπται τὸ σπαρτίον, καὶ ἐν ταῖς τελεταῖς ἐδονεῖτο, ἵνα ῥοιζῇ, Sch.Clem.Al.Protr.2.17.2, cf. Hsch.2 magic wheel, spun alternately in each direction by the torsion of two cords passed through two holes in it, used as a love-charm, Luc.DMeretr. 4.5; called ἴυγξ in Theoc.2.17, AP5.204; Lat. rhombus, Prop.2.28.35, Ov.Am.1.8.7.b τροχίσκος ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτως κτύπον ἀποτελοῦσι Sch.A.R.1.1134; ὦ ῥύμβε μαστίξας ἐμέ (dub. sens.) Eup.72.3 tambourine or kettle-drum, used in the worship of Rhea and of Dionysus, Ar.Fr. 303, Diog.Ath.1.3, A.R. 1.1139, AP6.165 (Phal.);ῥύμβος ξύλινος ἐπίχρυσος IG22.1456.49
, cf. 1517.207.4 membrum virile, PLond.1821.164.II whirling motion, as of a bull-roarer, ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον shooting forth whirling darts, Pi.O.13.94; αἰετοῦ ῥ. the eagle's swoop, Id.I.4(3).47(65);ῥ. τυπάνων Id.Dith.Oxy. 1604
Fr. 1 ii 9;ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Critias 19.2D.
; ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων, of the Sun, Orph.H. 8.7: metaph.,Νέμεσις καὶ ῥ. ἀλάστωρ IG14.1389i
i34 (perh. an Adj., = ῥεμβός).—The Gramm. hold ῥύμβος to be [dialect] Att., ῥόμβος Hellenic, Sch.Theoc.2.30, Ath.7.330b.B rhombus, lozenge, i.e. a four-sided figure with all the sides, but only the opposite angles, equal, Arist.Mech. 854b16, Euc.1 Def. 22.b ῥ. στερεός, a figure composed of two cones on opposite sides of the same base, Archim.Sph.Cyl.1.26, al.2 a species of fish, of which turbot and brill are varieties, so called from its rhomblike shape, Nausicr.2.13; Ῥωμαῖοι καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥ. Ath.7.330b, cf. ψῆττα.
См. также в других словарях:
αἰθερία — αἰθερίᾱ , αἰθέριος of fem nom/voc/acc dual αἰθερίᾱ , αἰθέριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθερία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης και αδελφή του Φαέθωνα. Μαζί με τις αδελφές της Αίγλη, Λαμπετία, Φαέθουσα κλπ., μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε αιγείρους (λεύκες) επειδή δεν έπαυαν να θρηνούν τον αδελφό τους, που… … Dictionary of Greek
αἰθέρια — αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίας — αἰθερίᾱς , αἰθέριος of fem acc pl αἰθερίᾱς , αἰθέριος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέρι' — αἰθέρια , αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέρια , αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέριε , αἰθέριος of masc voc sg αἰθέριε , αἰθέριος of masc/fem voc sg αἰθέριαι , αἰθέριος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίαν — αἰθερίᾱν , αἰθέριος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
αιθέριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αιθέρα: Πετούσε σε αιθέρια ύψη. 2. αυτός που μοιάζει με τον αιθέρα, λεπτός, αγγελικός, άυλος: Η κοπέλα αυτή ήταν μια αιθέρια ύπαρξη. 3. «αιθέρια έλαια» λέγονται ελαιώδεις ουσίες που παίρνονται με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… … Dictionary of Greek
αερόπλαστος — η, ο ο πλασμένος από αέρα «αερόπλαστη κόρη», λεπτή, αιθέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πλαστός < πλάσσω] … Dictionary of Greek