-
1 αισχύνα
αἰσχύ̱νᾱ, αἰσχύνηshame: fem nom /voc /acc dualαἰσχύ̱νᾱ, αἰσχύνηshame: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————αἰσχύ̱νᾱͅ, αἰσχύνηshame: fem dat sg (doric aeolic) -
2 αἰσχύνα
Βλ. λ. αισχύνα -
3 αἰσχύνᾳ
Βλ. λ. αισχύνα -
4 φοινίσσω
φοινίσσω, röthen, roth machen; αἵματι πόντον Orak. bei Her. 8, 77; μάστιγι φοινιχϑείς Soph. Ai. 110; σφάγια φοινίσσω Eur. Or. 1285; übrtr., φοινίσσουσα παρηΐδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ I. A. 187; – pass. roth werden, φοινίσσετο σάρξ Rufin. 2 (V, 35), φοινίχϑη καλὸν χρόα Ap. Rh. 3, 725, wie Theocr. 20, 16; auch = schminken; bei den Aerzten = die Haut durch aufgelegte Zugpflaster od. beizende Mittel reizen u. röthen, vgl. Nic. Al. 254, wie Opp. Hal. 2, 427. – Auch intrans., roth werden, erröthen, Nic. Ther. 238. 303. 845; vgl. Soph. frg. 698.
-
5 φοινισσω
1) обагрять (кровью)(πόντον αἵματι Her.; σφάγια Eur.)
μάστιγι νῶτα φοινιχθείς Soph. — с окровавленной бичом спиной2) делать пурпурным, покрывать румянцем(φοινίσσουσα παρῇ δ΄ αἰσχύνᾳ Eur.)
χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος Theocr. — кожа покраснела у меня от боли3) краснеть, румяниться(ὄψει φοινίξαντα μόρον Soph.)
-
6 νεοθηλής
2 of animals, new-born, νεβρός, μόσχος, Anacr.51, AP9.274 (Phil.), cf. Gal.4.718.3 metaph., fresh,εὐφροσύνη h.Hom.30.13
; ν. αὔξεται νικαφορία grows with youthful vigour, Pi.N.9.48; (lyr.).II ([etym.] θηλή) just giving milk,μαζός Opp.C.1.437
. [ νεοθᾰλής is also cited by Theognost. Can.136.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοθηλής
-
7 φοινίσσω
A redden, make red, αἵματι Ἄρης πόντον φοινίξει Orac. ap. Hdt.8.77, cf. B. l. c.;χεῦμα Καΐκου Epic.Alex.Adesp.3.15
;σφάγια φ. E.
l. c.; (lyr.); empurple, :—[voice] Pass., to be or become red,μάστιγι νῶτα φοινιχθείς S.Aj. 110
;αἵματι φ. E.Hec. 151
(anap.);πόντος ναΐοις ἐφοινίσσετο σταλαγμοῖς Tim.Pers.33
, cf. Hp.Epid.7.92;καὶ χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος Theoc.20.16
;νᾶμα δ' ἐφοινίχθη Id.23.61
;τεμνόμενοι, φοινισσόμενοι, καόμενοι Porph.Abst.1.56
:—[voice] Med., [σκίλλα] φοινίξατο σάρκα Nic.Al. 254
, cf. Nonn.D.34.143.3 causal, θερμὸν ἔρευθος φοινίσσει causes a hot flush, Opp.H.2.428.II intr., become blood-red, Nic.Th. 238; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινίσσω
См. также в других словарях:
αἰσχύνα — αἰσχύ̱νᾱ , αἰσχύνη shame fem nom/voc/acc dual αἰσχύ̱νᾱ , αἰσχύνη shame fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχύνᾳ — αἰσχύ̱νᾱͅ , αἰσχύνη shame fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθηλής — (I) νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, ές (Α) 1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.) 2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα 3. μτφ.… … Dictionary of Greek