-
1 νεο-θαλής
-
2 νεοθηλής
2 of animals, new-born, νεβρός, μόσχος, Anacr.51, AP9.274 (Phil.), cf. Gal.4.718.3 metaph., fresh,εὐφροσύνη h.Hom.30.13
; ν. αὔξεται νικαφορία grows with youthful vigour, Pi.N.9.48; (lyr.).II ([etym.] θηλή) just giving milk,μαζός Opp.C.1.437
. [ νεοθᾰλής is also cited by Theognost. Can.136.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοθηλής
-
3 νεοθαλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοθαλής
-
4 νεοθαλής
νεο-θαλής, ές, frisch, neu grünend, sprossend; νεωστὶ βλαστήσασα, neu entstanden
См. также в других словарях:
ευθαλής — (I) ές (ΑΜ εὐθαλής, ές) αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῑς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ. β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).… … Dictionary of Greek