-
21 αισχροκερδιών
-
22 αἰσχροκερδιῶν
-
23 αισχροκερδίαις
-
24 αἰσχροκερδίαις
-
25 αισχροκερδίαν
-
26 αἰσχροκερδίαν
-
27 αισχροκέρδειαν
-
28 αἰσχροκέρδειαν
-
29 αἰσχροκερδία
A = αἰσχροκέρδεια, Diph.99, cf. Hdn.Gr.2.453.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχροκερδία
-
30 ἔμφυτος
ἔμφῠτος, ον,A inborn, natural,ἔ. μαντ ικὴν εἶχε Hdt.9.94
;πατρὸς αἶμα S.OC 1671
(lyr.);τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ' ἔ. E.Fr.776.1
, cf. Men. 15.1 D.;ἔρως ἔ. τοῖς ἀνθρώποις Pl.Smp. 191d
; ἡ μὲν [ ἰδέα]ἔ. οὖσα, ἐπιθυμία ἡδονῶν Id.Phdr. 237d
, cf.D.60.1; αἰσχροκέρδεια, πονηρία, Din. 1.108; ; ἔ. ἡ ἀρετή, opp. διδακτός, Pl.Erx. 398c, cf. Lys.33.7;τὸ ἔ. θερμόν Hp.Aph.1.14
;ἔ. θερμότης Arist.Mete. 355b9
; οὐκ ἦν ταῦτα τοῖς 'αθηναίοις πάτρια.. οὐδ' ἔ. D.18.203;τὰν ἔ. αὐτοῖς ἀθεσίαν IPE1.185
([place name] Chersonesus). Adv.- τως Ph.Fr.70H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμφυτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἰσχροκερδείᾳ — αἰσχροκερδείᾱͅ , αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκέρδεια — sordid love of gain fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροκέρδεια — Η απόκτηση οικονομικής ωφέλειας σε μια συναλλαγή, πολύ μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ή, με άλλη διατύπωση, η επιτυχία αντιπαροχής, σημαντικά δυσανάλογη με την παροχή του δράστη. Ποινικά τιμωρείται η πράξη αυτή, όταν γίνεται κατ’ επάγγελμακατά… … Dictionary of Greek
αισχροκέρδεια — η υπερβολικό κέρδος στο εμπόριο με παράνομα μέσα (νοθεία, υπερτίμηση, απόκρυψη κτλ.): Η αισχροκέρδεια τιμωρείται με φυλάκιση και πρόστιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰσχροκερδείας — αἰσχροκερδείᾱς , αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem acc pl αἰσχροκερδείᾱς , αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδείαις — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδείης — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδιῶν — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδίαις — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκέρδειαν — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροκερδικός — ή, ό [αισχροκέρδεια] αυτός που αναφέρεται σε αισχροκέρδεια ή προέρχεται από αυτήν … Dictionary of Greek