-
1 αισχροκερδεία
-
2 αἰσχροκερδείᾳ
-
3 αισχροκέρδεια
-
4 αἰσχροκέρδεια
-
5 αισχροκερδεια
ἡ низкая алчность, корыстолюбие Soph., Lys., Xen., Plat., Isae. -
6 αισχροκέρδεια
η получение незаконной прибыли, спекуляция -
7 αισχροκέρδεια
[эсхрокердиа] ουσ θ корыстолюбие, спекуляция, черный рынок. -
8 αἰσχροκέρδεια
αἰσχρο-κέρδεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχροκέρδεια
-
9 αἰσχροκέρδεια
αἰσχρο-κέρδεια, schmutzige Gewinnsucht, Habgier -
10 αισχροκερδείας
αἰσχροκερδείᾱς, αἰσχροκέρδειαsordid love of gain: fem acc plαἰσχροκερδείᾱς, αἰσχροκέρδειαsordid love of gain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 αἰσχροκερδείας
αἰσχροκερδείᾱς, αἰσχροκέρδειαsordid love of gain: fem acc plαἰσχροκερδείᾱς, αἰσχροκέρδειαsordid love of gain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 αισχροκερδία
αἰσχροκερδίᾱ, αἰσχροκέρδειαsordid love of gain: fem nom /voc /acc dualαἰσχροκερδίᾱ, αἰσχροκέρδειαsordid love of gain: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————αἰσχροκερδίᾱͅ, αἰσχροκέρδειαsordid love of gain: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 αισχροκερδια
ἡ v. l. = αἰσχροκέρδεια См. αισχροκερδεια -
14 αισχροκερδίας
αἰσχροκερδίᾱς, αἰσχροκέρδειαsordid love of gain: fem acc plαἰσχροκερδίᾱς, αἰσχροκέρδειαsordid love of gain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 αἰσχροκερδίας
αἰσχροκερδίᾱς, αἰσχροκέρδειαsordid love of gain: fem acc plαἰσχροκερδίᾱς, αἰσχροκέρδειαsordid love of gain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ἔμ-φυτος
ἔμ-φυτος, eingepflanzt, angeboren; πατρὸς ἄλαστον αἷμα, die angeborne Blutschuld, -schande, Soph. O. C. 1667; μαντική Her. 9, 94; ἀνάγκη, κακόν, ἔρως Plat. Rep. V, 458 d X, 610 a Legg. VI, 782 d. Ggstz διδακτόν, von der ἀρετή, Eryz. 398 d; αἰδῶ καὶ φόβον ἔμφυτα τοῖς ἀνϑρώποις Xen. Mem. 3, 7, 5; neben πάτριος Dem. 18, 203; αἰσχροκέρδεια, πονηρία, Din. 1, 108. 3, 18; Sp.; auch adv.
-
17 αισχροκερδείαις
-
18 αἰσχροκερδείαις
-
19 αισχροκερδείης
-
20 αἰσχροκερδείης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἰσχροκερδείᾳ — αἰσχροκερδείᾱͅ , αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκέρδεια — sordid love of gain fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροκέρδεια — Η απόκτηση οικονομικής ωφέλειας σε μια συναλλαγή, πολύ μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ή, με άλλη διατύπωση, η επιτυχία αντιπαροχής, σημαντικά δυσανάλογη με την παροχή του δράστη. Ποινικά τιμωρείται η πράξη αυτή, όταν γίνεται κατ’ επάγγελμακατά… … Dictionary of Greek
αισχροκέρδεια — η υπερβολικό κέρδος στο εμπόριο με παράνομα μέσα (νοθεία, υπερτίμηση, απόκρυψη κτλ.): Η αισχροκέρδεια τιμωρείται με φυλάκιση και πρόστιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰσχροκερδείας — αἰσχροκερδείᾱς , αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem acc pl αἰσχροκερδείᾱς , αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδείαις — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδείης — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδιῶν — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδίαις — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκέρδειαν — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροκερδικός — ή, ό [αισχροκέρδεια] αυτός που αναφέρεται σε αισχροκέρδεια ή προέρχεται από αυτήν … Dictionary of Greek