-
1 κακία
κακίᾱ, κακίαbadness: fem nom /voc /acc dualκακίᾱ, κακίαbadness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κακίαι, κακίαbadness: fem nom /voc plκακίᾱͅ, κακίαbadness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κακία
κακία, ας, ἡ (s. κακός; Theognis, Pre-Socr.+)① the quality or state of wickedness, baseness, depravity, wickedness, vice. κ. is the opposite of ἀρετή and all virtue and therefore lacking in social value (X., Mem. 1, 2, 28; Aristot., Rhet. 2, 6; EN 2, 3–7; Cicero, Tusc. 4, 15; Appian, Bell. Civ. 4, 129 §544 κακία-ἀρετή; Just., A I, 28, 4 and Ath. 24, 4; R. 22 p. 75, 11; Herm. Wr. 9, 4b; SIG 1268, 18 κακίας ἀπέχου; Sb 4127, 6; Wsd 7:30; 12:2, 10; Sir 14:6, 7 al.; LXX; oft. Philo; Jos., Ant. 8, 252; Orig., C. Cels. 2, 76, 82; Did., Gen. 39, 24) 2 Cl 10:1. περισσεία κακίας excess of wickedness Js 1:21. δεσμὸς κακίας fetter of wickedness IEph 19:3. W. πονηρία in the same general mng. (cp. Ael. Aristid. 33 p. 625 D.; Sir 25:17, 19) 1 Cor 5:8. πάσης κ. πλήρης 1 Cl 45:7. τῇ κακίᾳ νηπιάζειν be a child as far as wickedness is concerned i.e. have as little experience in wickedness as a child has 1 Cor 14:20; cp. Hs 9, 29, 1; 3. μετανόησον ἀπὸ τ. κακίας σου ταύτης Ac 8:22 (Just., D. 109, 1). ὡς ἐπικάλυμμα ἔχοντες τ. κακίας τὴν ἐλευθερίαν use freedom as a cloak for wickedness 1 Pt 2:16 (cp. ἵνα μὴ εἰς ἐπικάλλυμα κακίας καταχρησώμεθα τῇ ἐλευθερίᾳ Iren. 4, 37, 4 [Harv. II 288, 11]; s. ἐπικάλλυμα).② a mean-spirited or vicious attitude or disposition, malice, ill-will, malignity (Diod S 1, 1; PRein 7, 15 [II B.C.]; POxy 1101, 7; Philo; Just., D. 65, 2 ἁπλῶς καὶ μὴ μετὰ κακίας εἰπών; 136, 2; Tat. 34, 1) w. other vices Ro 1:29; Eph 4:31; Col 3:8; Tit 3:3; 1 Pt 2:1; B 20:1; D 5:1. τὸ στόμα σου ἐπλεόνασεν κακίαν 1 Cl 35:8 (Ps 49:19). Cp. B 2:8 (Zech 8:17).③ a state involving difficult circumstances, trouble, misfortune (Thu. 3, 58, 1 opp. ἡδονή; 1 Km 6:9; Eccl 7:14 ἐν ἡμέρᾳ κακίας; 12:1; Sir 19:6; Am 3:6; 1 Macc 7:23; Jos., Ant. 1, 97; Just., D. 142, 3) ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κ. αὐτῆς each day has enough trouble of its own Mt 6:34—GBaumbach, Das Verständnis des Bösen in den synopt. Evv., ’63.—DELG s.v. κακός. M-M. TW. Sv. -
3 κακία
κακία, ἡ, Schlechtigkeit, Untüchtigkeit, Ggstz von ἀρετή, Feigheit, Thuc. 2, 87; κακίᾳ τινὶ καὶ ἀνανδρίᾳ Plat. Crit. 45 a; Rep. VIII, 556 d; im sittlichen Sinne, Plat. Conv. 181 e Crat. 386 d; τῷ ἀπ' ἐμᾶς φρενὸς οὔποτ' ὀφλήσει κακίαν Soph. O. R. 511; κακίαν ἀντιλαβεῖν, die Schande dafür einerndten, Thuc. 3, 58; personificirt, Xen. Mem. 2, 1, 26; συγγραφική, Fehler, Luc. conscr. hist. 42; a. Sp. – Auch = Unglück, Sp.
-
4 κακια
ἥ1) низкое качество(καρπῶν Arst.)
; неумелость, неспособность, негодность(ἡνιόχων Plat.)
2) недочет, ошибка(κ. συγγραφική Luc.)
3) испорченность, порочность, порок Plat., Arst., NT., Plut.φρενὸς κ. Soph. — злонамеренность, дурной умысел
4) малодушие, трусость(κ. καὴ ἀνανδρία Plat.)
5) бесславие, позор6) злодеяние, преступление7) огорчение, забота, «злоба»(τῆς ἡμέρας NT.)
-
5 κακία
A badness in quality, opp. ἀρετή (excellence), Thgn. 322, S.OT 512 (lyr.), Pl.Smp. 181e, R. 348c, etc.; κακίᾳ ἡνιόχων by their incapacity, Id.Phdr. 248b: pl., κακίαι defects, Luc.Hist.Conscr. 6.3 moral badness, vice,μετ' ἀρετῆς ἀλλ' οὐ μετὰ κακίας And. 1.56
; ἡ ἀρετή, ὡσαύτως δὲ.. καὶ ἡ κ. Pl.Men. 72a, etc.; personified in the Fable of Prodicus, X.Mem.2.1.26: pl., περὶ κακιῶν, title of treatise by Philodemus.4 Philos., Evil,ὕλη κακίας αἰτία Plot. 1.8.14
.II ill-repute, dishonour,κ. ἀντιλαβεῖν Th.3.58
. -
6 κακία
κακία, ἡ, Schlechtigkeit, Untüchtigkeit; im sittlichen Sinne; Unglück -
7 κακία
-
8 κακία
-ας + ἡ N 1 7-45-35-23-33=143 Gn 6,5; 31,52; Ex 22,22; 23,2; 32,12badness, wickedness JgsA 9,56κακίαι wicked actions, evil doings Gn 6,5; sin, wicked actions Ex 32,12; wickedness Hos 9,15; evil Jgs 20,34; hurt, damage 1 Mc 7,23; affliction 1 Kgs 20,29; ἐπὶ κακίᾳ for mischief, for evil Gn 31,52; πεποίηκεν ἡμῖν τὴν κακίαν ταύτην he has brought this affliction upon us 1 Sm 6,9; ἐὰν κακίᾳ κακοποιήσητε if you do evil (semit.?) 1 Sm 12,25; ἐὰν κακίᾳ κακώσητε αὐτούς if you afflict them by ill treatment (semit., rendering MT אתו תענה אם־ענה) Ex 22,22*Jb 17,5 κακίας mischief-ָרִעים for MT ֵרִעיםCf. LE BOULLUEC 1989 322(Ex 32,12); WEVERS 1990 525(Ex 32,12); →MM; TWNT -
9 κακίᾳ
Βλ. λ. κακία -
10 κακία
{сущ., 11}1. злость, злоба;2. порочность, испорченность;3. зло, огорчение, забота.Синонимы: 2550 ( κακοήθεια).Ссылки: Мф. 6:34; Деян. 8:22; Рим. 1:29; 1Кор. 5:8; 14:20; Еф. 4:31; Кол. 3:8; Тит. 3:3; Иак. 1:21; 1Пет. 2:1, 16. LXX: 7451 (ערַ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κακία
-
11 κακία
{сущ., 11}1. злость, злоба;2. порочность, испорченность;3. зло, огорчение, забота.Синонимы: 2550 ( κακοήθεια).Ссылки: Мф. 6:34; Деян. 8:22; Рим. 1:29; 1Кор. 5:8; 14:20; Еф. 4:31; Кол. 3:8; Тит. 3:3; Иак. 1:21; 1Пет. 2:1, 16. LXX: 7451 (ערַ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κακία
-
12 κακία
бедыκακίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κακία
-
13 κακίᾳ
злобой[для] зла бедой беде κακίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κακίᾳ
-
14 κακία
1. злость, злоба; 2. порочность, испорченность; 3. зло, огорчение, забота; син. κακοήθεια; LXX: (רַע).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κακία
-
15 κακία
порок, дурные качества -
16 κακία
[какиа] ουσ θ злоба, злость. -
17 κακία
1) animosité2) vacherie -
18 κακία
viceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κακία
-
19 χαιρε-κακία
χαιρε-κακία, ἡ, Schadenfreude, gew. ἐπιχαιρεκακία, als v. l. Arist. magn. mor. 1, 28.
-
20 μνησι-κακία
μνησι-κακία, ἡ, das Gedenken des erlitten, n Bösen, μετὰ τρεῖς γενεὰς ὀργὴν καὶ μνησικακίαν ἀναφέροντες ὑπὲρ τυραννίδος, Plut., de Her. mal. 22.
См. также в других словарях:
κακία — κακίᾱ , κακία badness fem nom/voc/acc dual κακίᾱ , κακία badness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίᾳ — κακίαι , κακία badness fem nom/voc pl κακίᾱͅ , κακία badness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκια — και κακιά, η 1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια») 2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
κακία — η (AM κακία) [κακός] 1. η ιδιότητα τού κακού ανθρώπου, η έλλειψη αρετής, η κακοήθεια 2. πονηρία, μοχθηρία, κακεντρέχεια 3. σκληρότητα νεοελλ. μσν. 1. οργή, θυμός 2. έχθρα, μίσος μσν. 1. ατιμία, ανηθικότητα 2. αλαζονεία, φιλοδοξία 3. μνησικακία… … Dictionary of Greek
κακιά — ἡ βλ. κάκια … Dictionary of Greek
κακία — η η ιδιότητα του κακού ανθρώπου, κακότητα: Η κακία σου δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
κακίας — κακίᾱς , κακία badness fem acc pl κακίᾱς , κακία badness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίαι — κακία badness fem nom/voc pl κακίᾱͅ , κακία badness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίαν — κακίᾱν , κακία badness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακιῶν — κακία badness fem gen pl κακίζω abuse fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)