-
1 αισχροκερδιών
-
2 αἰσχροκερδιῶν
См. также в других словарях:
αἰσχροκερδιῶν — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αισχροκερδιών
2 αἰσχροκερδιῶν
αἰσχροκερδιῶν — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)