Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰσθανόμενος

См. также в других словарях:

  • αἰσθανόμενος — αἰσθάνομαι perceive pres part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …   Dictionary of Greek

  • δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί …   Dictionary of Greek

  • υποπτεύομαι — ὑποπτεύομαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποπτεύω ΜΑ [ὕποπτος / ὑπόπτης] (μσν. αρχ. και ενεργ.) 1. έχω υποψίες, υποψιάζομαι (α. «συνεχώς μέ υποπτεύεται» β. «ὁ δὲ τύραννος ὅταν ὑποπτεύσῃ καὶ αἰσθανόμενος τῷ ὄντι ἀντιπραττομένους τινὰς ἀποκτείνῃ», Ξεν.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Κοντιγιάκ, Ετιέν Μπονό ντε- — (Étienne Bonnot de Condillac, Γκρενόμπλ 1715 – Μποζανσί 1780). Γάλλος φιλόσοφος. Ήταν επικεφαλής της σχολής των λεγόμενων ιδεολόγων. Η θεωρία του, που είναι γνωστή ως αισθησιοκρατία, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους στοχαστές και αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Ορφ, Καρλ — (Carl Orff, Μόναχο 1895 – 1982). Γερμανός συνθέτης. Καθιερώθηκε αρχικά (1917 1919) ως διευθυντής ορχήστρας στο Μανχάιμ και στο Ντάρμστατ και κατόπιν αφοσιώθηκε στην τελειοποίηση των σπουδών του και στη διδασκαλία, στην Gunther Schule του Μονάχου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»