-
1 αισθανόμενος
-
2 αἰσθανόμενος
-
3 αἰσθάνομαι
Aαἰσθανοίατο Ar. Pax 209
: [tense] impf. ῃσθανόμην: [tense] fut.αἰσθήσομαι S.Ph.75
, etc.; laterαἰσθανθήσομαι LXX Is.49.26
; αἰσθηθήσομαι ib.33.11: [tense] aor. 2 ᾐσθόμην: [tense] pf. ᾔσθημαι: later, [tense] aor. 1 ᾐσθησάμην Sch.Arat.418; : (cf. ἀΐω):—perceive, apprehend by the senses, Alcmaeon 1a, Hdt.3.87, Democr.11, etc.;τῇ ὄψει, τῇ ἁφῇ, τῇ ἀκοῇ Hp.Off.1
; αἰ. τῇ ἀκοῇ, τῇ ὀσμῇ, Th.6.17, X.Mem.3.11.8; see, S.Ph.75, etc.; hear, , cf. Ph. 252; οὐκ εἶδον αὐτόν, ᾐσθόμην δ' ἔτ' ὄντανιν ib. 445; τινὸς ὑποστενούσης αἰ. Id.El.79; , etc.2 of mental perception, perceive, understand,τῇ γνώμῃ αἰσθέσθαι Hp.Off.1
;τὸ πραχθέν Lys.9.4
, cf. Th.3.36, etc.:— hear, learn, v. infr. 11: abs., αἰσθάνει you are right, E.Or. 752; ᾔσθημαι, in parenthesis, Id.Hipp. 1403.II Construct. in both senses, c. gen., take notice of, have perception of, s. v.l.; rarelyπερί τινος Th.1.70
; αἰ. ὑπό τινος learn from one, Id.5.2; , al.: c. acc., S.El.89, Ph. 252, E.Hel. 653, 764, etc.:—freq. with part. agreeing with subject,αἰσθάνομαι κάμνων Th.2.51
;αἰσθώμεθα γελοῖοι ὄντες Pl.Thg. 122c
; agreeing with object, , cf. Th.1.47, etc.;ἤδη τινῶν ᾐσθόμην ἀχθομένων Lys.16.20
, cf. Pl.Ap. 22c;ᾐσθόμην τεχνωμένου Ar.V. 176
: less freq. c. acc. et inf., Th.6.59; αἰ. ὅτι .. Id.5.2, Pl.Ap. 21e, etc.; ᾔσθετο ὅτι τὸ στράτευμα ἦν .. X.An.1.2.21; αἰ. ὡς .. ib.3.1.40, etc.; οὕνεκα .. S.El. 1477:—abs., αἰσθανόμενος having full possession of one's faculties,τῇ ἡλικίᾳ Th.5.26
; sensible, of keen perception,καὶ μετρίως αἰσθανομένῳ φανερόν X.Mem.4.1.1
, cf. Th.1.71, Pl.R. 360d.—The [voice] Pass. is supplied by αἴσθησιν παρέχω, cf.αἴσθησις 1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσθάνομαι
См. также в других словарях:
αἰσθανόμενος — αἰσθάνομαι perceive pres part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… … Dictionary of Greek
δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί … Dictionary of Greek
υποπτεύομαι — ὑποπτεύομαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποπτεύω ΜΑ [ὕποπτος / ὑπόπτης] (μσν. αρχ. και ενεργ.) 1. έχω υποψίες, υποψιάζομαι (α. «συνεχώς μέ υποπτεύεται» β. «ὁ δὲ τύραννος ὅταν ὑποπτεύσῃ καὶ αἰσθανόμενος τῷ ὄντι ἀντιπραττομένους τινὰς ἀποκτείνῃ», Ξεν.) 2.… … Dictionary of Greek
Κοντιγιάκ, Ετιέν Μπονό ντε- — (Étienne Bonnot de Condillac, Γκρενόμπλ 1715 – Μποζανσί 1780). Γάλλος φιλόσοφος. Ήταν επικεφαλής της σχολής των λεγόμενων ιδεολόγων. Η θεωρία του, που είναι γνωστή ως αισθησιοκρατία, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους στοχαστές και αποτέλεσε… … Dictionary of Greek
Ορφ, Καρλ — (Carl Orff, Μόναχο 1895 – 1982). Γερμανός συνθέτης. Καθιερώθηκε αρχικά (1917 1919) ως διευθυντής ορχήστρας στο Μανχάιμ και στο Ντάρμστατ και κατόπιν αφοσιώθηκε στην τελειοποίηση των σπουδών του και στη διδασκαλία, στην Gunther Schule του Μονάχου … Dictionary of Greek