-
1 αιδοίη
αἰδοί̱η, αἰδοῖοςhaving a claim to regard: fem nom /voc sg (epic ionic)——————αἰδοί̱ῃ, αἰδοῖοςhaving a claim to regard: fem dat sg (epic ionic) -
2 αἰδοίη
Βλ. λ. αιδοίη -
3 αἰδοίῃ
Βλ. λ. αιδοίη -
4 δεινός
A fearful, terrible; in Hom., of persons and things,Χάρυβδις Od.12.260
;κλαγγή Il.1.49
;ὅπλα 10.254
: freq. in neut.,δεινὸν ἀῧσαι 11.10
;βροντᾶν 20.56
;δεινὸν δέρκεσθαι 3.342
;παπταίνειν Od.11.608
;δεινὰ δ' ὑποδρὰ ἰδών Il. 15.13
; δ. ἰδέσθαι fearful to behold, Od.22.405;δ. μὲν ὁρᾶν, δ. δὲ κλύειν S.OC 141
;εἰ καὶ δεινόν τῳ ἀκοῦσαι Th.1.122
;δεινὴ παρὰ τοῖς εἰδόσιν ἡ βάσανος And.1.30
; in milder sense, awful,δεινή τε καὶ αἰδοίη θεός Il.18.394
, cf. 3.172, Od.8.22, etc.; danger, suffering, horror,A.
Ch. 634, etc.; awe, terror, Id.Eu. 517;ὅπου τὸ δ. ἐλπὶς οὐδὲν ὠφελεῖ S.Fr. 196
; πρὸς τὸ δ. ἔρχεσθαι ib. 351: in pl., ;εἰ δείν' ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ Id.Fr. 962
, etc.; δεινὸν γίγνεται μή.. there is danger that.., Hdt.7.157; οὐδὲν δεινοὶ ἔσονται μὴ ἀποστέωσιν no fear of their revolting, Id.1.155, etc.; δεινότατον μή.. the greatest danger lest.., And.3.1; δεινόν ἐστι, c. inf., it is dangerous to do, Lys.12.87; δεινὸν ποιεῖσθαι take ill, complain of, be indignant at a thing: abs., Th.1.102, etc.: c. inf.,ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι Hdt.1.127
, etc.; also make complaints,Id.
3.14,5.41;ἐν δεινῷ τίθεσθαι J.AJ18.9.8
;δεινόν τι ἔσχε αὐτὸν ἀτιμάζεσθαι Hdt.1.61
; δεινὸν or δεινὰ παθεῖν suffer illegal, arbitrary treatment, Ar.Ra. 252, cf. Pl.Prt. 317b, etc.;δεινότερα π. Th.3.13
;τὸ δ. τὸ πείσομαι Hdt.7.11
: in Oratt.,δεινὸν ἂν εἴη εἰ.. And.1.30
, Lys.12.88, etc. Adv.-νῶς, φέρειν Hdt.2.121
. γ'; δ. καὶ ἀπόρως ἔχει μοι I am in dire straits, Antipho 1.1;δ. ἔχειν τῇ ἐνδείᾳ X.An.6.4.23
;δ. διατεθῆναι τυπτόμενος Lys.3.27
.II marvellously strong, powerful: δ. σάκος the mighty shield, Il.7.245; simply, wondrous, marvellous, strange, τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' ὁμιλία kin and social ties have strange power, A.Pr.39;δ. τὸ κοινὸν σπλάγχνον Id.Th. 1036
;δ. τὸ τίκτειν S.El. 770
;πολλὰ τὰ δ. κοὐδὲν ἀνθρώπου -ότερον πέλει. Id.Ant. 333
; δ. ἵμερος, ἔρως, Hdt.9.3, Pl.Tht. 169c; , etc.;δ. λέγεις πρᾶγμα Pl.Euthd. 298c
;δ. γ' εἶπας, εἰ καὶ ζῇς θανών S.Aj. 1127
; freq. δεινὸν ἂν εἴη εἰ.. it were strange that.., as E.Hec. 592. Adv. - νῶς marvellously, exceedingly, δ. μέλαινα, ἄνυδρος, Hdt.2.76, 149;δ. ἐν φυλακῇσι εἶναι Id.3.152
;δ. πώς εἰμ' ἐπιλήσμων Metag.2
, etc.: [comp] Comp. - οτέρως Sch. Min.Il.7.97.III clever, skilful, first in Hdt.5.23 ἀνὴρ δ. τε καὶ σοφός; of Odysseus,γλώσσῃ.. δεινοῦ καὶ σοφοῦ S.Ph. 440
, cf. OC 806, Antipho 2.2.3, Lys.7.12;σοφὸς καὶ δ. Pl.Prt. 341a
; opp. σοφός, of practical ability, Id.Phdr. 245c, Tht. 164d; opp. ἰδιώτης, D.4.35: c. inf.,δεινὸς εὑρεῖν A.Pr.59
; ; δ. λέγειν clever at speaking, S.OT 545, etc.; δ. εἰπεῖν is rare, D.20.150;νόσος δ. φαγεῖν Ar.Nu. 243
;δ. πράγμασι χρῆσθαι D.1.3
; αἱ εὐπραξίαι δ. συγκρύψαι τὰ ὀνείδη are wonderfully liable to.., Id.2.20: c. acc.,δ. τὴν τέχνην Ar.Ec. 364
;δ. περὶ τοὺς λόγους τοὺς εἰς τὰ δικαστήρια Pl.Euthd. 304d
;ἐς τὰ πάντα Ar.Ra. 968
; δ. περὶ τὸ ἀδικεῖν, περὶ Ὁμήρου, Pl.R. 405c, Ion 531a;δ. ἀμφί τι Arr.Tact.9.5
;δ. κατὰ χειρουργίαν Ael.VH3.1
;ἐν λόγοισι δ. Ὑπερείδης Timocl.4.7
(but also of the forcible, vehement, style in oratory, Demetr.Eloc. 240, al.); in bad sense, over-clever, Pl.Euthphr.3c;δ. ὑπὸ πανουργίας Id.Tht. 176d
, cf. Arist.EN 1144a27. (For δϝεινός, cf. Δϝενία, gen. of pr.n. Δεινίας, IG4.858.) -
5 παννύχιος
παννῠχ-ιος, ον,A all night long, agreeing with the subjects of Verbs,εὗδον παννύχιοι Il.2.2
;π. γάρ μοι.. ψυχὴ ἐφεστήκει 23.105
;π. δ' ἄρ' ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι Hes.Sc.46
;π. δ' ἄρα τοί γε [οἱ ἄνεμοι].. φλόγ' ἔβαλλον Il.23.217
;π. μέν ῥ' ἥ γε [ἡ νηῦς] καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον Od.2.434
;π. χοροί S.Ant. 153
(lyr.), E.Ba. 862 (lyr.);τὸ ἐλλύχνιον.. καίεται παννύχιον Hdt.2.62
: neut. παννύχιον as Adv., Porph.Chr.55: regul. Adv.- ίως EM650.48
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παννύχιος
-
6 παράκοιτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράκοιτις
-
7 ὑπερῷον
A the upper part of the house, where the women resided,παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Il.2.514
;εἰς ὑπερῷ' ἀναβάς 16.184
, cf. Od.1.362; ὑπερωϊόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν.. Πηνελόπεια from her chamber she heard it, ib. 328; approached by a κλῖμαξ, ib. 330: so in later Gr., upper chamber or story, Act.Ap.1.13, Supp.Epigr.2.754 (Syria, ii A. D.), POxy.2146.7 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερῷον
-
8 ἄλοχος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄλοχος
-
9 μήτηρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μήτηρ
См. также в других словарях:
αἰδοίη — αἰδοί̱η , αἰδοῖος having a claim to regard fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοίῃ — αἰδοί̱ῃ , αἰδοῖος having a claim to regard fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aidos — (griechisch Αἰδώς aidós „Scheu, Sittsamkeit“) ist in der griechischen Mythologie die personifizierte Scham. Nach Pindar ist sie die Tochtes des Prometheus.[1] Der Begriff der Aidos ist komplex und in der klassischen Philologie noch immer… … Deutsch Wikipedia
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek
συμπλάσσω — και αττ. τ. συμπλάττω Α [πλάσσω] 1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι 3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ… … Dictionary of Greek
υπερώο — το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.) νεοελλ. εξώστης θεάτρου ή … Dictionary of Greek