Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰδοίη

См. также в других словарях:

  • αἰδοίη — αἰδοί̱η , αἰδοῖος having a claim to regard fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοίῃ — αἰδοί̱ῃ , αἰδοῖος having a claim to regard fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aidos — (griechisch Αἰδώς aidós „Scheu, Sittsamkeit“) ist in der griechischen Mythologie die personifizierte Scham. Nach Pindar ist sie die Tochtes des Prometheus.[1] Der Begriff der Aidos ist komplex und in der klassischen Philologie noch immer… …   Deutsch Wikipedia

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

  • συμπλάσσω — και αττ. τ. συμπλάττω Α [πλάσσω] 1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι 3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ… …   Dictionary of Greek

  • υπερώο — το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.) νεοελλ. εξώστης θεάτρου ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»