-
1 άσιν
-
2 ἄσιν
Βλ. λ. άσιν -
3 ᾆσιν
Βλ. λ. άσιν -
4 ανιάσιν
ἀνίημιsend up: pres ind act 3rd plἀνιάομαιcure again: pres subj mp 2nd sg (epic)ἀνιάομαιcure again: pres subj mp 2nd sg (epic)ἀνιάωgrieve: pres subj mp 2nd sg (epic)ἀνιάωgrieve: pres part act masc /neut dat pl (doric)ἀνιάωgrieve: pres subj act 3rd pl (doric aeolic)ἀνιάωgrieve: pres subj act 3rd sg (epic)ἀνῑᾶσιν, ἀνιάζωgrieve: fut part act masc /neut dat pl (doric) -
5 ἀνιᾶσιν
ἀνίημιsend up: pres ind act 3rd plἀνιάομαιcure again: pres subj mp 2nd sg (epic)ἀνιάομαιcure again: pres subj mp 2nd sg (epic)ἀνιάωgrieve: pres subj mp 2nd sg (epic)ἀνιάωgrieve: pres part act masc /neut dat pl (doric)ἀνιάωgrieve: pres subj act 3rd pl (doric aeolic)ἀνιάωgrieve: pres subj act 3rd sg (epic)ἀνῑᾶσιν, ἀνιάζωgrieve: fut part act masc /neut dat pl (doric) -
6 ώσιν
ὧσιν, ἵημιJa-c-io: aor subj act 3rd plὧσιν, ἵημιJa-c-io: aor subj act 3rd pl——————εἰμίsum: pres subj act 3rd pl (attic epic doric)ὦσιςthrusting: fem acc sg——————ᾆσιν, ᾆσιςsinging: fem acc sgὄισιν, ὄιςsheep: masc /fem dat pl (epic doric ionic aeolic) -
7 ἔργμα
1 achievement, exploitῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει N. 4.6
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (Schr.: ἐφ' ἕργματι, ἅρμασιν codd.) I. 1.47διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38. esp., in athletic contests,ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.49
ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.27
frag. ]ἁ δ' ἔρ[γ]μασι[ Παρθ. 2. 73. -
8 κῦμα
κῡμα (κῦμα, -ατος, -α; -ατα, -άτων, -ασιν, -άτεσσιν.)1 wave, surgeνῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον O. 10.9
ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς P. 4.195
“χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” P. 9.48τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.55
νᾶα κύματος fr. 1a. 4. ἦν γὰρ (sc. Δᾶλος) τὸ πάροιθε φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2.ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100
ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136. met.,ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.31
-
9 πάλαισμα
πᾰλαισμα (-άτων, -άτεσσι, -ασιν.)1 wrestling (bout)ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων O. 9.13
παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35
( ἄκων) ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμά-των αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72
παλαισμάτων λάβε φροντίδ N. 10.22
-
10 πείθω
πείθω ( πειθέμεν: aor. 1, ἔπεισε; πείσαις, -αις(α): aor. 2, πᾰθον; πᾰθών coni.: πᾰθεῖν: pf. πέποιθα, -ασιν: ep. aor. redupl. πεπᾰθών: med. πείθονται; πειθόμενος; πείθεσθαι: fut. πείσομαι: aor. 2, πίθετο; πίθεο; πιθόμενοι; πιθέσθαι. cf. πιθέω, ἀπιθέω.)1 act.a persuade, win overΖηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε O. 2.80
δᾶμον Ψπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16
κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών (Er. Schmid: πεπιθών codd.: v. l. γνώμᾳ: sc. Ἀπόλλων) P. 3.28ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
c. inf.,ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν P. 3.65
c. pr. adj., ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποι-κίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37b pf., & ep. aor. redupl.I c. inf., be persuadedπέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103
II trust in. rely upon c. dat.πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος P. 10.64
καὶ προξενίᾳ πέποιθ N. 7.65
οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν (v. l. ὁ δ' πέποιθεν) fr. 219. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ 1. 4. 72.c persuade someone of something, c. dupl. acc.,καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺ[ς] δυνατόν Pae. 6.52
2 med., obey c. dat.ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79
πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.3
θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (byz.: πειθόμενοι codd.) P. 4.200ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10
ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος κατέβαν Pae. 6.12
ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 59 (33) add. inf., Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων sing, I bid you P. 1.59 frag., τί πείσομα[ι ( πείθομαι Π: ?fut., πάσχω) Πα. 7B. 42. -
11 τέρμα
1 starting, finishing markδωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου O. 3.33
ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114
met.,ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον (Er. Schmid: ἀέθλων τέρμα codd.: i. e. ends in a trial of strength) I. 4.67 -
12 καλύπτω
Aκάλυπτον Il.24.20
: [tense] fut. : [tense] aor. ἐκάλυψα, [dialect] Ep.κάλ- Il.23.693
:—[voice] Med., [tense] fut. καλύψομαι ([etym.] ἐγ-) Ael.NA7.12, ([etym.] συγ-) Aristid.2.59J.: [dialect] Ep. [tense] aor.καλυψάμην Il.3.141
, al.:—[voice] Pass., [tense] fut.καλυφθήσομαι Paus.8.11.11
, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, ([etym.] δια-) D.11.13: [tense] aor.ἐκαλύφθην Od.4.402
, E.Supp. 531: [tense] aor.2 part. (iii A.D.): [tense] pf.κεκάλυμμαι Il.16.360
, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: [tense] plpf.κεκάλυπτο Il.21.549
.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)I cover, freq. c. dat. instr.,παρδαλέῃ.. μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29
; (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover,μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693
; ; [ πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death,τὼ.. τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553
; , 503, etc.; ; ; soτὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591
;ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250
: freq. in Lyr. and Trag., ; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr. 582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph. 1633, Hel. 1066: abs.,καὐτὴ καλύψω A.Th. 1045
: rare in Prose, (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—[voice] Med., cover or veil oneself,ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141
; ; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual)Χρόα καλόν Hes.Op. 198
: abs.,καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53
:—[voice] Pass.,ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος.. ὤμους Il.16.360
; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549;οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443
; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, C32 (Delph., v/iv B.C.); [ βράγχια]καλυπτόμενα καλύμματι Arist.HA 505a6
; veiledIG
5(2).514.10 ([place name] Lycosura).2 hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—[voice] Act., Hippon.52, etc.;ἔξω μέ που καλύψατε S.OT 1411
, cf. Ev.Luc.23.30;κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.Ant. 1254
; σιγῇ κ. E.Hipp. 712: metaph.,ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν LXXPs.84(85).2
, cf. Ep.Jac.5.20.3 cover with dishonour, throw a cloud over,σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. OC 282
.II put over as a covering,πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315
; τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω I will put mud over him, 21.321; ; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλύπτω
-
13 καλύπτω
καλύπτω, fut. - ψω, aor. (ἐ) κάλυψα, pass. perf. part. κεκαλυμμένος, plup. κεκάλυπτο, aor. part. καλυφθείς, mid. aor. καλύψατο: cover, veil, hide, mid., oneself or some part of oneself; τινί, ‘with’ something, but sometimes w. acc. of the thing used to cover with, τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω, Φ 321, Il. 5.315; fig., of darkness, sorrow, war, death, Il. 17.243, Il. 11.250, Od. 24.315; mid., Od. 8.92, Od. 10.179.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καλύπτω
См. также в других словарях:
ἄσιν — ἄσις slime fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾆσιν — ᾆσις singing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾦσιν — ᾆσιν , ᾆσις singing fem acc sg ὄισιν , ὄις sheep masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Lathe biosas — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου … Deutsch Wikipedia
Lemnischer Frevel — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Lambda — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 … Deutsch Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
CHELIDONIA — Favonius ventus vocatur a die 6. ante Idus Febr. usque ad 7. Calend. Martias, eo quod his diebus hitundines primum conspici incipiant. Plin. l. 2. c. 47. Chelidonios post Brumam incipere, scripsisse Graecos, sed de initii die nihil certi… … Hofmann J. Lexicon universale
τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… … Dictionary of Greek
Τομσκ — Πόλη (περίπου 502.000 κάτ.) στη δημοκρατία της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Τομ, σε απόσταση 220 χλμ. από το Νοβοσιμπίρσκ. Σημαντικότατο πνευματικό κέντρο της Σιβηρίας, το Τ. διαθέτει… … Dictionary of Greek
ἀνιᾶσιν — ἀνίημι send up pres ind act 3rd pl ἀνιάομαι cure again pres subj mp 2nd sg (epic) ἀνιάομαι cure again pres subj mp 2nd sg (epic) ἀνιάω grieve pres subj mp 2nd sg (epic) ἀνιάω grieve pres part act masc/neut dat pl (doric) ἀνιάω grieve pres subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)