Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αρπάζω

  • 1 saisir

    αρπάζω

    Dictionnaire Français-Grec > saisir

  • 2 popadnout

    αρπάζω

    Česká-řecký slovník > popadnout

  • 3 grab

    αρπάζω

    English-Greek new dictionary > grab

  • 4 snatch

    αρπάζω

    English-Greek new dictionary > snatch

  • 5 wyrwać

    αρπάζω

    Słownik polsko-grecki > wyrwać

  • 6 ухватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, αρπάζω, αδράχνω, γραπώνω•

    ухватить со всех сторон περιαρπάζω, περιαδράχνω•

    ухватить камень αρπάζω πέτρα•

    ухватить за ворот αρπάζω από το γιακά.

    || μτφ. ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•

    ухватить чужую змлю αρπάζω ξένη γη.

    2. μτφ. συλλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι αμέσως•

    ухватить мысль πιάνω αμέσως (αρπάζω) το νόημα•

    ухватить намк καταλαβαίνω αμέσως τον υπαινιγμό.

    1. πιάνομαι αμέσως, αρπάζομαι, δράττομαι•

    ухватить за сучок αρπάζομαι από ένα κλαδί.

    2. μτφ. καταπιάνομαι, ασχολούμαι•

    дела-то много, а ухватить за что не знаю δουλειές (υποθέσεις) είναι πολλές, όμως με πια να καταπιαστώ δεν ξέρω,

    3. μτφ. επωφελούμαι, δράττομαι, εκμεταλλεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ухватить

  • 7 хватать

    хват||ать
    несов
    1. (схватывать) ἀρπάζω, πιάνω, τσακώνω:
    \хватать рукой ἀρπάζω μέ τήν χούφτα· \хватать зубами πιάνω μέ τά δόντια· \хватать за шиворот ἀρπάζω ἀπ' τόν γιακά· \хватать на лету́ ἀρπάζω στά πεταχτά·
    2. (приобретать поспешно) παίρνω βιαστικά:
    \хватать что попа́ло παίρνω ὀτι βρῶ μπροστά μου·
    3. (быть достаточным) εἶμαι ἀρκετός, ἐπαρκώ, φθάνω:
    мне не \хвататьает времени δέν μοῦ φθάνει ὁ χρόνος· этого вполне \хватать ает αὐτό ἀρκεῖ θαυμάσια· ◊ он звезд с неба не \хвататьает δέν πιάνει πουλιά στον ἀέρα· этого только (еще) не \хвататьало! αὐτό μᾶς ἐλειπε!

    Русско-новогреческий словарь > хватать

  • 8 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

  • 9 захватывать

    захватыва||ть
    несов
    1. (брать с собой) παίρνω (μαζί μου)·
    2. (завладевать) ἀρπάζω, καταλαμβάνω, σφετερίζομαι:
    \захватывать что́-л. силой ἀρπάζω μέ τή βία· \захватывать в плен αἰχμαλωτίζω, πιάνω αίχμάλωτο· \захватывать власть καταλαμβάνω (или ἀρπάζω) τήν ἐξοοσία·
    3. (застигать, заставать) разг πιάνω, προλαμβάνω, προφθάνω:
    \захватывать на месте преступления πιάνω ἐπ· αὐτοφώρω·
    4. (увлекать) συναρπάζω· ◊ \захватывать болезнь вовремя προλαμβάνω ἐγκαιρα τήν ἀρρώ-στεια·\захватывать врасплох αίφνιδιάζω· у меня дух \захватыватьет, когда... πιάνεται ἡ ἀναπνοή μου..., μοῦ κοβέται ἡ ἀνάσα...

    Русско-новогреческий словарь > захватывать

  • 10 схватить

    схватить
    сов
    1. см. хватать·
    2. см. схватывать·
    3. (болезнь) ἀρπάζω, πιάνω (αρρώστια):
    \схватить насморк ἀρπάζω συνάχι· \схватить простуду ἀρπάζω κρύο, κρυολογώ· ◊ \схватить смысл συλλαμβάνω τό νόημα \схватиться
    1. см. хвататься·
    2. (за что-л.) ἀρπάζομαι, πιάνομαι:
    \схватиться за́ руки πιάνομαι ἀπό τα χέρια·
    3. (вступать в драку) ἐρχομαι στά χέρια, πιάνομαι:
    \схватиться в споре Ερχομαι σέ λογομαχία.

    Русско-новогреческий словарь > схватить

  • 11 хватать

    ρ.δ.μ.
    1. αρπάζω, πιάνω, τσακώνω•
    кого за руку, за волосы, за ворот πιάνωκάποιον από το χέρι, από τα μαλλιά, από το γιακά•

    хватать на лету πιάνω στον αέρα.

    || παίρνω•

    он -ает с земли камень и кидает на него αυτός παίρνει από χάμω πέτρα και τη ρίχνει σαυτόν•

    хватать что попало παίρνω (αρπάζω) ό,τιτύχει.

    || (για ψάρι) τσιμπώ (αρπάζω το δόλωμα).
    2. συλλαμβάνω, κάνω συλλήψεις.
    3. βλ. хватить (2 κ. 10 σημ.).
    εκφρ.
    хватать воздух – αναπνέω αέρα (με ανοιχτό το στόμα)•
    этого ещё не -ло! – ακόμα αυτό δεν έφτανε!
    1. αρπάζομαι• πιάνομαι.
    2. καταπιάνομαι, καταγίνομαι, επιδίδομαι με ζήλο.
    3. συλλαμβάνομαι (από αστυνομία κ.τ.τ.).
    4. επιλαμβάνομαι.
    εκφρ.
    хватать за ум – λογικεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > хватать

  • 12 захватывать

    1. (воду, воздух, пыль, газ и тп.) κατακρατώ 2. (при помощи механизма) πιάνω, αρπάζω 3. (ядерные частицы) παγιδεύω 4. (охватывать) αγκαλιάζω 5. (схва-тывать, зажимать) αρπάζω 6. (брать силой) παίρνω (με τη βία/το ζόρι).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > захватывать

  • 13 вырвать

    вырвать 1) (выхватить) αποσπώ, αρπάζω 2) (извлечь) βγάζω· ξεριζώνω (с корнем)· \вырвать зуб βγάζω το δόντι μου
    * * *
    1) ( выхватить) αποσπώ, αρπάζω
    2) ( извлечь) βγάζω; ξεριζώνω ( с корнем)

    вы́рвать зуб — βγάζω το δόντι μου

    Русско-греческий словарь > вырвать

  • 14 захватить

    захватить 1) (с собой ) παίρνω (μαζί μου) 2) (завладеть) αρπάζω, καταλαμβάνω σφετερίζομαι (присвоить)
    * * *
    1) ( с собой) παίρνω (μαζί μου)
    2) ( завладеть) αρπάζω, καταλαμβάνω; σφετερίζομαι ( присвоить)

    Русско-греческий словарь > захватить

  • 15 схватить

    схватить, схватывать πιάνω, παίρνω, αρπάζω
    * * *
    = схватывать
    πιάνω, παίρνω, αρπάζω

    Русско-греческий словарь > схватить

  • 16 хватать

    I хватать Ι (схватывать) αρπάζω, πιάνω II хватать II (быть достаточным) επαρκώ, είμαι αρκετός, φτάνω· мне \хвататьет... μου αρκεί...· не \хвататьет времени δε φτάνει ο καιρός
    * * *
    I
    ( схватывать) αρπάζω, πιάνω
    II
    ( быть достаточным) επαρκώ, είμαι αρκετός, φτάνω

    мне хвата́ет... — μου αρκεί…

    не хвата́ет вре́мени — δε φτάνει ο καιρός

    Русско-греческий словарь > хватать

  • 17 подхватить

    подхватить
    сое., подхватывать несов
    1. ἀρπάζω, πιάνω, συλλαμβάνω:
    \подхватить на лету πιάνω στόν ἀέρα, στά πεταχτά·
    2. (болезнь) разг ἀρπάζω, πιάνω ἀρρώστεια·
    3. (песню и т. п.) πιάνω τό τραγούδι· ◊ \подхватить чужую мысль ὑιοθετώ ξένη σκέψη.

    Русско-новогреческий словарь > подхватить

  • 18 разбирать

    разбир||ать
    несов
    1. (расхватывать) ἀρπάζω:
    \разбирать товар ἀρπάζω τό ἐμπόρευμα·
    2. (приводить в порядок, рассортировывать) τακτοποιώ:
    \разбирать бумаги τακτοποιώ τά χαρτιά· 3, (на части) διαλύω, ξεμον-τάρω (о механизме)! κατεδαφίζω, ρίχνω, γκρεμίζω (о доме, стене)·
    4. (расследовать дело, вопрос и т. п.) ἐξετάζω, μελετώ/ συζητώ (в суде)·
    5. (распутывать) ξεμπλέκω, ξεκαθαρίζω/ ξεμπερδεύω (ссору)·
    6. (подпись, почерк) βγάζω (τά γράμματα), διαβάζω·
    7. (понимать) καταλαβαίνω, ἐννοώ·
    8. (охватывать \разбирать о чувствах) πιάνω, καταλαμβάνω:
    меня \разбиратьает сомнение μοῦ μπαίνει ἀμφιβολία· его́ \разбиратьает смех τόν πιάνουν τά γέλια· ◊ \разбирать предложение грам. ἀναλύω τήν πρόταση.

    Русско-новогреческий словарь > разбирать

  • 19 ухватывать

    ухватывать
    несов
    1. πιάνω, ἀρπάζω, ἀδράχνω·
    2. (понимать, улавливать) разг κατανοώ, ἀντιλαμβάνομαι, ἀρπάζω, παίρνω.

    Русско-новогреческий словарь > ухватывать

  • 20 catch

    [kæ ] 1. past tense, past participle - caught; verb
    1) (to stop and hold (something which is moving); to capture: He caught the cricket ball; The cat caught a mouse; Did you catch any fish?; I tried to catch his attention.) πιάνω
    2) (to be in time for, or get on (a train, bus etc): I'll have to catch the 9.45 (train) to London.) προλαβαίνω, παίρνω
    3) (to surprise (someone) in the act of: I caught him stealing (my vegetables).) τσακώνω
    4) (to become infected with (a disease or illness): He caught flu.) κολλώ, αρπάζω
    5) (to (cause to) become accidentally attached or held: The child caught her fingers in the car door.) πιάνω, μαγκώνω
    6) (to hit: The punch caught him on the chin.) χτυπώ
    7) (to manage to hear: Did you catch what she said?) πιάνω, αντιλαμβάνομαι
    8) (to start burning: I dropped a match on the pile of wood and it caught (fire) immediately.) αρπάζω
    2. noun
    1) (an act of catching: He took a fine catch behind the wicket.) πιάσιμο
    2) (a small device for holding (a door etc) in place: The catch on my suitcase is broken.) μπετούγια, γάντζος / κούμπωμα
    3) (the total amount (of eg fish) caught: the largest catch of mackerel this year.) ψαριά
    4) (a trick or problem: There's a catch in this question.) παγίδα
    - catchy
    - catch-phrase
    - catch-word
    - catch someone's eye
    - catch on
    - catch out
    - catch up

    English-Greek dictionary > catch

См. также в других словарях:

  • ἁρπάζω — snatch away pres subj act 1st sg ἁρπάζω snatch away pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπάζω — αρπάζω, άρπαξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρπάζω — και αρπάχνω και αρπώ άρπαξα, αρπάχτηκα, αρπαγμένος, ως μτβ. 1. αφαιρώ κάτι με τη βία: Νεαρός άρπαξε την τσάντα γυναίκας κι εξαφανίστηκε. 2. πιάνω δυνατά ή γρήγορα: Τον άρπαξα και τον κράτησα, αλλιώς θα τον χτυπούσε το αυτοκίνητο. 3. λεηλατώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • ἁρπάζῃ — ἁρπάζω snatch away pres subj mp 2nd sg ἁρπάζω snatch away pres ind mp 2nd sg ἁρπάζω snatch away pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάξει — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg (epic) ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάξῃ — ἁρπάζω snatch away aor subj mid 2nd sg ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσατε — ἁρπάζω snatch away aor imperat act 2nd pl ἁ̱ρπάσατε , ἁρπάζω snatch away aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσουσι — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd pl (epic) ἁρπάζω snatch away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσουσιν — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd pl (epic) ἁρπάζω snatch away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσσει — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg (epic) ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»