Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αρπάζω

  • 81 урывать

    [ουρυβάτ'] ρ αρπάζω

    Русско-эллинский словарь > урывать

  • 82 ухватывать

    [ουχβάτυβατ"] ρ πιάνω, αρπάζω

    Русско-эллинский словарь > ухватывать

  • 83 хватать

    [χβατάτ'] ρ αρπάζω

    Русско-эллинский словарь > хватать

  • 84 болезнь

    θ.
    ασθένεια, αρρώστια, νόσος•

    болезнь заразная болезнь μεταδοτική αρρώστια•

    схватить -αρπάζω αρρώστια•

    душевная болезнь ψυχασθένεια•

    почек ασθένεια των νεφρών•

    детские -и παιδικές αρρώστιες•

    морская болезнь ναυτία, -αση.

    εκφρ.
    - и роста – δυσκολίες στην ανάπτυξη (της παραγωγής, κοινωνικής ζωής κλπ.)

    Большой русско-греческий словарь > болезнь

  • 85 ворот

    α.
    γιακάς, περιλαίμιο•

    широкий ворот πλατύς γιακάς.

    εκφρ.
    схватить за ворот – αρπάζω (πιάνω) από το γιακά.
    α.
    ανελκυστήρας, μαγγάνι.

    Большой русско-греческий словарь > ворот

  • 86 выхватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выхваченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αρπάζω, αδράζω παίρνω.
    2. βγάζω, εξάγω•

    пистолет βγάζω (τραβώ) το πιστόλι.

    || πιάνω, περιλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    3. (νι οπτ.) κόβω πολλά ή μεγάλο κομμάτι.

    Большой русско-греческий словарь > выхватить

  • 87 горло

    ουδ.
    1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•

    схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.

    || λάρυγγας•

    у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•

    у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•

    у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.

    2. στενό μέρος αντικειμένου•

    -бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•

    горло залива ο λαιμός του κόλπου.

    εκφρ.
    по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•
    кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•
    слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•
    быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•
    сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•
    пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•
    брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•
    промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•
    слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•
    поперек стать ή вставатьκ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει).

    Большой русско-греческий словарь > горло

  • 88 грабастать

    ρ.δ.μ. (διαλκ.) πιάνω, αρπάζω, τσακώνω.

    Большой русско-греческий словарь > грабастать

  • 89 грабить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. грабленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    λεηλατώ, αρπάζω, δηώνω, διαγουμίζω, ληστεύω,κουρσεύω. || μτφ. ληστεύω εύσχημα (με φορολογία, δοσίματα κ.τ.τ.)• чиновники -ли народ οι αξιωματούχοι λήστευαν το λαό.
    -блю, -бишь, ρ.δ.μ. (διαλκ.)
    βλ. грести (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > грабить

  • 90 дерябнуть

    ρ.σ. (απλ.) τραβώ, αποσπώ, αρπάζω απότομα. || (για οινοπν. ποτά) πίνω, κατεβάζω μονοκοπανιά.

    Большой русско-греческий словарь > дерябнуть

  • 91 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 92 заграбастать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) αρπάζω, ιδιοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > заграбастать

  • 93 заграбить

    -блю, -бишь ρ.σ.μ. (παλ. κ. απλ.) (δι)αρπάζω, λεηλατώ, ληστεύω.

    Большой русско-греческий словарь > заграбить

  • 94 запустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εκτοξεύω, εξαπολύω• εκσφενδονίζω• εξακοντίζω•

    запустить искусственного спутника εκτοξεύω τεχνητό δορυφόρο•

    запустить камень εκσφενδονίζω πέτρα.

    2. (για μηχανή) βάζω σε κύνηση, βάζω εμπρός.
    3. βυθίζω• μπήγω• χώνω μέσα.
    4. αφήνω• απολύω•

    запустить лошадей в луг απολύω τα άλογα στο λειβάδι.

    εκφρ.
    запустить глаза, – ρίχνω τα μάτια, κοιτάζω•
    запустить руку ή лапу – απλώνω το χέρι, τους πλοκάμους (αρπάζω)•
    запустить словечко – α) πετώ μια λεξούλα, (κάνω υπαινιγμό)• β) λέγω έναν καλό λόγο (συνηγορώ)•
    запустить удочку – προσπαθώ να πληροφορηθώ (ψαρεύω).
    ρ.σ.μ.
    1. εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ, αφήνω.
    2. δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή ή σημασία•

    запустить болезнь αφήνω την αρρώστεια να χειροτερέψει•

    запустить рану αφήνω την πληγή να μεγαλώσει.

    3. σταματώ το άρμεγμα της αγελάδας πριν τη γέννα.
    4. αφήνω χέρσα τη γη.

    Большой русско-греческий словарь > запустить

  • 95 захапать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) χάφτω, αρπάζω.

    Большой русско-греческий словарь > захапать

  • 96 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 97 зацапать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) πιάνω, τσακώνω•

    -окуня πιάνω πέρκη.

    || κάνω συλλήψεις•

    брата моего друга -ли τον αδερφό του φίλου μου τον συνέλαβαν.

    || αρπάζω, ιδιοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > зацапать

  • 98 исхитить

    -ищу, -итишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исхищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    παλ. αποσπώ, αφαιρώ, αφαρπάζω, αρπάζω.

    Большой русско-греческий словарь > исхитить

  • 99 клевать

    клюй, клюёшь
    ρ.δ. μ.
    1. ραμφίζω, τσιμπώ•

    куры клюют зерно οι κότες ραμφίζουν τους κόκκους•

    петух клюёт щенка ο κόκορας τσιμπά το κουταβάκι.

    2. παίρνω, αρπάζω•

    рыба клюёт το ψάρι τσιμπά.

    3. μτφ. απρόσ. τσιμπιέμαι, ενδίδω, πέφτω, παραδίνομαι.
    εκφρ.
    носом – νυστάζω, κουτουλώ από τη νύστα•
    денег куры не клюют у него – αυτός έχει χρήμα με ουρά.
    1. τσιμπώ, χτυπώ με το ράμφος•

    наседка -тся η κλώσσα τσιμπάει.

    2. αλληλοτσιμπιέμαι, αλληλοραμφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > клевать

  • 100 кусок

    -ска α.
    κομμάτι, τεμάχιο. || φέτα, μερίδα•

    кусок хлеба, сыра φέτα ψωμιού, τυριού.

    || μτφ. μέσο συντήρησης, διατροφής, ύπαρξης.
    εκφρ.
    разбить на -и – κατακομματιάζω, κατατεμαχίζω•
    кусок в горло не идёт – δε μπορώ να καταπιώ τίποτε (από κούραση, ταραχή κ.τ.τ.)•
    собирать -и – μαζεύω κομμάτια, διακονεύω, ζητιανεύω•
    урвать кусок – αποσπώ, αρπάζω μέρος (πλούτου, περιουσίας κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > кусок

См. также в других словарях:

  • ἁρπάζω — snatch away pres subj act 1st sg ἁρπάζω snatch away pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπάζω — αρπάζω, άρπαξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρπάζω — και αρπάχνω και αρπώ άρπαξα, αρπάχτηκα, αρπαγμένος, ως μτβ. 1. αφαιρώ κάτι με τη βία: Νεαρός άρπαξε την τσάντα γυναίκας κι εξαφανίστηκε. 2. πιάνω δυνατά ή γρήγορα: Τον άρπαξα και τον κράτησα, αλλιώς θα τον χτυπούσε το αυτοκίνητο. 3. λεηλατώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • ἁρπάζῃ — ἁρπάζω snatch away pres subj mp 2nd sg ἁρπάζω snatch away pres ind mp 2nd sg ἁρπάζω snatch away pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάξει — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg (epic) ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάξῃ — ἁρπάζω snatch away aor subj mid 2nd sg ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσατε — ἁρπάζω snatch away aor imperat act 2nd pl ἁ̱ρπάσατε , ἁρπάζω snatch away aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσουσι — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd pl (epic) ἁρπάζω snatch away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσουσιν — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd pl (epic) ἁρπάζω snatch away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσσει — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg (epic) ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»