Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αρπάζω

  • 121 пристать

    ρ.σ.
    1. (επι)κολλώ•

    грязь -ла к одежде η λάσπη κόλλησε στα ρούχα.

    2. μολύνομαι• αρπάζω•

    к нему -ла малярия αυτός κόλλησε ελονοσία.

    3. ενοχλώ, σκοτίζω. || γίνομαι φόρτωμα, φορτικός, κολλώ.
    4. συνδέομαι, προσχωρώ, συνασπίζομαι.
    5. προσορμίζομαι, αγκυροβολώ, αράζω.
    6. καταλύω, ξενιζομαι.
    7. (απρόσ.) αξίζω, αρμόζω, ταιριάζω, πρέπω•

    тебе не -ло заниматься такими разговорами δεν αρμόζει σε σένα να ασχολήσαι με τέτοιες κουβέντες.

    || με πάει, μου πηγαίνει, με φέρνει καλά, μου ταιριάζει.
    8. κουράζομαι, αποσταινω•

    Большой русско-греческий словарь > пристать

  • 122 прохватить

    ρ.σ.μ.
    1. περονιάζω, διαπερνώ (για ψύχος). || με φυσά ρεύμα• κρυολογώ, αρπάζω κρυολόγημα. || κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω•

    меня -ла дрожь με έπιασε τρεμούλα.

    2. τραυματίζω, πληγώνω βαθιά.
    3. μτφ. (απλ.)• κριτικάρω αυστηρά, τσούζω.

    Большой русско-греческий словарь > прохватить

  • 123 разобрать

    разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•

    -ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.

    || αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.
    2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.
    3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•

    разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•

    разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.

    4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•

    разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.

    || χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•

    разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•

    печку χαλνώ τη θερμάστρα.

    5. αναλύω, κάνω ανάλυση•

    разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•

    разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).

    6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•

    разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•

    разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.

    7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).
    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.
    3. (στρατ.) συντάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разобрать

  • 124 расхватать

    ρ.σ.μ. αρπάζω• παίρνω βιαστικά/ αγοράζω όλο, ως το τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > расхватать

  • 125 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 126 увезти

    увезу, увезшь, παρλθ. χρ. увёз, увезла
    -ло, μτχ. παρλθ. χρ. увзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увезнный, βρ: -зн, -зена, -зено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω (με μεταφορικό μέσο)•

    -ли детей на дачу μετέφεραν τα παιδιά στην έπαυλη•

    вещи -ли на вокзал τα πράγματα τα μετέφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό.

    || φεύγοντας παίρνω μαζί μου•

    он увз овой чемодан αυτός φεύγοντας πήρε τη βαλίτσα του.

    2. κλέβω, παίρνω•

    ночью -ли дрова из сарая τη νύχτα μας πήραν τα καυσόξυλα απ την αποθήκη.

    3. απάγω, αρπάζω και φεύγω•

    парис увз красавицу елену ο Πάρης απήγαγε την ωραία Ελένη.

    Большой русско-греческий словарь > увезти

  • 127 уволочь

    -локу, -лочшь, -локут, παρλθ. χρ. уволок
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уволоченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    κ. уволоченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    σέρνω, σύρω, τραβώ, μετακινώ σέρνοντας. || μεταφέρω κάποιον βίαια.
    (απλ.) κλέβω• αρπάζω και φεύγω.
    σέρνομαι, σύρομαι (βαδίζω, πηγαίνω με δυσκολία).

    Большой русско-греческий словарь > уволочь

  • 128 угнать

    ρ.σ.
    1. μ. (για ζώα) οδηγώ, βγάζω, πηγαίνω (στη βοσκή, τσομπάνο κ.τ.τ.).
    μεταφέρω εσπευσμένα. || διώχνω, απομακρύνω•

    ветер -ал облака ό άνεμος έδιωξε τα σύννεφα.

    || κλέβω, παίρνω• αρπάζω•

    у соседа -ли козу и пять кур του γείτονα του έκλεψαν τη γίδα και πέντε..κότες.

    || στέλλω παρά τη θέληση του•

    их -ли на дальние работы τους έστειλαν μακριά να δουλέψουν.

    2. φεύγω ολοταχώς, καληάζϋ).
    1. παρακολουθώ από κοντά, κατά πόδι.
    2. μτφ. εξισώνομαι.
    3. (διαλκ.) φεύγω• πηγαίνω•

    пастух -лся со скотиной ο βοσκός έφυγε με τα ζώα στη βοσκή.

    Большой русско-греческий словарь > угнать

См. также в других словарях:

  • ἁρπάζω — snatch away pres subj act 1st sg ἁρπάζω snatch away pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπάζω — αρπάζω, άρπαξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρπάζω — και αρπάχνω και αρπώ άρπαξα, αρπάχτηκα, αρπαγμένος, ως μτβ. 1. αφαιρώ κάτι με τη βία: Νεαρός άρπαξε την τσάντα γυναίκας κι εξαφανίστηκε. 2. πιάνω δυνατά ή γρήγορα: Τον άρπαξα και τον κράτησα, αλλιώς θα τον χτυπούσε το αυτοκίνητο. 3. λεηλατώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • ἁρπάζῃ — ἁρπάζω snatch away pres subj mp 2nd sg ἁρπάζω snatch away pres ind mp 2nd sg ἁρπάζω snatch away pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάξει — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg (epic) ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάξῃ — ἁρπάζω snatch away aor subj mid 2nd sg ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσατε — ἁρπάζω snatch away aor imperat act 2nd pl ἁ̱ρπάσατε , ἁρπάζω snatch away aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσουσι — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd pl (epic) ἁρπάζω snatch away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσουσιν — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd pl (epic) ἁρπάζω snatch away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσσει — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg (epic) ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»