-
1 απερίγραπτος
-
2 ἀπερίγραπτος
-
3 απερίγραπτος
η, ρ [ος, ον ], απερίγραφ(τ)||ος, η, р1) неописуемый, невыразимый;απερίγραπτοςη δυστυχία — невообразимая нищета;
2) не описанный (о событии и т. п.) -
4 απερίγραπτος
[апэриграптос]εκ.неописуемый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απερίγραπτος
-
5 απερίγραπτος
[апэриграптос] εκ неописуемый. -
6 ἀπερίγραπτος
ἀπερί-γραπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερίγραπτος
-
7 ἀπερίγραπτος
ἀ-περί-γραπτος, nicht umschrieben, unumgrenzt; unbestimmt, immerwährend -
8 неописуемей
неописуемейприл ἀπερίγραπτος / ἀνείπωτος, ἀνέκφραστος (невыразимый):\неописуемейая красота ἡ ἀνέκφραστη ὁμορφιά· \неописуемей восторг ὁ ἀπερίγραπτος ἐνθουσιασμός. -
9 απεριγράπτως
ἀπερίγραπτοςnot cancelled: adverbialἀπερίγραπτοςnot cancelled: masc /fem acc pl (doric) -
10 ἀπεριγράπτως
ἀπερίγραπτοςnot cancelled: adverbialἀπερίγραπτοςnot cancelled: masc /fem acc pl (doric) -
11 απερίγραπτον
ἀπερίγραπτοςnot cancelled: masc /fem acc sgἀπερίγραπτοςnot cancelled: neut nom /voc /acc sg -
12 ἀπερίγραπτον
ἀπερίγραπτοςnot cancelled: masc /fem acc sgἀπερίγραπτοςnot cancelled: neut nom /voc /acc sg -
13 ἀ-περί-σκοπος
ἀ-περί-σκοπος, dasselbe, B. A. für ἀπερίγραπτος.
-
14 непередаваемый
непередаваемыйприл ἀνέκφραστος / ἀπερίγραπτος (неописуемый). -
15 несусветный
несусветн||ыйприл разг ἀφάνταστος, ἀπερίγραπτος, ἀπίθανος:\несусветныйая чепуха οἱ ἀπίθανες βλακείες. -
16 άφατος
ος, ον см. απερίγραπτος -
17 απεριγράπτου
-
18 ἀπεριγράπτου
-
19 απεριγράπτους
-
20 ἀπεριγράπτους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απερίγραπτος, -η, -ο — και φτος, η, ο επίρρ. α εκείνος που δεν περιγράφηκε ή δεν μπορεί να περιγραφεί: Ο ενθουσιασμός του συγκεντρωμένου πλήθους είναι απερίγραπτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπερίγραπτος — not cancelled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερίγραπτος — η, ο (Μ ἀπερίγραπτος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί ή να προσδιοριστεί, που βρίσκεται πέρα από κάθε περιγραφή (αποδίδεται στον Θεό) «Άναρχε, αόρατε... απερίγραπτε» νεοελλ. (με κακή σημασία) πρωτοφανής, ανήκουστος μσν. έγκυρος… … Dictionary of Greek
ἀπεριγράπτως — ἀπερίγραπτος not cancelled adverbial ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτον — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc sg ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτου — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτους — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτων — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτῳ — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτα — ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτοι — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)