-
1 απερίγραπτος
-
2 ἀπερίγραπτος
-
3 ἀπερίγραπτος
ἀπερί-γραπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερίγραπτος
-
4 απεριγράπτως
ἀπερίγραπτοςnot cancelled: adverbialἀπερίγραπτοςnot cancelled: masc /fem acc pl (doric) -
5 ἀπεριγράπτως
ἀπερίγραπτοςnot cancelled: adverbialἀπερίγραπτοςnot cancelled: masc /fem acc pl (doric) -
6 απερίγραπτον
ἀπερίγραπτοςnot cancelled: masc /fem acc sgἀπερίγραπτοςnot cancelled: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀπερίγραπτον
ἀπερίγραπτοςnot cancelled: masc /fem acc sgἀπερίγραπτοςnot cancelled: neut nom /voc /acc sg -
8 απεριγράπτου
-
9 ἀπεριγράπτου
-
10 απεριγράπτους
-
11 ἀπεριγράπτους
-
12 απεριγράπτω
-
13 ἀπεριγράπτῳ
-
14 απεριγράπτων
-
15 ἀπεριγράπτων
-
16 απερίγραπτα
-
17 ἀπερίγραπτα
-
18 απερίγραπτοι
-
19 ἀπερίγραπτοι
См. также в других словарях:
απερίγραπτος, -η, -ο — και φτος, η, ο επίρρ. α εκείνος που δεν περιγράφηκε ή δεν μπορεί να περιγραφεί: Ο ενθουσιασμός του συγκεντρωμένου πλήθους είναι απερίγραπτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπερίγραπτος — not cancelled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερίγραπτος — η, ο (Μ ἀπερίγραπτος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί ή να προσδιοριστεί, που βρίσκεται πέρα από κάθε περιγραφή (αποδίδεται στον Θεό) «Άναρχε, αόρατε... απερίγραπτε» νεοελλ. (με κακή σημασία) πρωτοφανής, ανήκουστος μσν. έγκυρος… … Dictionary of Greek
ἀπεριγράπτως — ἀπερίγραπτος not cancelled adverbial ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτον — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc sg ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτου — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτους — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτων — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτῳ — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτα — ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτοι — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)