-
1 απερίγραπτος
η, ρ [ος, ον ], απερίγραφ(τ)||ος, η, р1) неописуемый, невыразимый;απερίγραπτοςη δυστυχία — невообразимая нищета;
2) не описанный (о событии и т. п.) -
2 απερίγραπτος
[апэриграптос]εκ.неописуемый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απερίγραπτος
-
3 απερίγραπτος
[апэриграптос] εκ неописуемый. -
4 άφατος
ος, ον см. απερίγραπτος
См. также в других словарях:
απερίγραπτος, -η, -ο — και φτος, η, ο επίρρ. α εκείνος που δεν περιγράφηκε ή δεν μπορεί να περιγραφεί: Ο ενθουσιασμός του συγκεντρωμένου πλήθους είναι απερίγραπτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπερίγραπτος — not cancelled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερίγραπτος — η, ο (Μ ἀπερίγραπτος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί ή να προσδιοριστεί, που βρίσκεται πέρα από κάθε περιγραφή (αποδίδεται στον Θεό) «Άναρχε, αόρατε... απερίγραπτε» νεοελλ. (με κακή σημασία) πρωτοφανής, ανήκουστος μσν. έγκυρος… … Dictionary of Greek
ἀπεριγράπτως — ἀπερίγραπτος not cancelled adverbial ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτον — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc sg ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτου — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτους — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτων — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτῳ — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτα — ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτοι — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)