-
1 неописуемей
неописуемейприл ἀπερίγραπτος / ἀνείπωτος, ἀνέκφραστος (невыразимый):\неописуемейая красота ἡ ἀνέκφραστη ὁμορφιά· \неописуемей восторг ὁ ἀπερίγραπτος ἐνθουσιασμός. -
2 непередаваемый
непередаваемыйприл ἀνέκφραστος / ἀπερίγραπτος (неописуемый). -
3 несусветный
несусветн||ыйприл разг ἀφάνταστος, ἀπερίγραπτος, ἀπίθανος:\несусветныйая чепуха οἱ ἀπίθανες βλακείες. -
4 abysmal
[ə'bizməl](very great (in a bad sense); very bad: abysmal ignorance; The weather is abysmal.) ζοφερός, απερίγραπτος -
5 inexpressible
[inik'spresəbl](that cannot be expressed or described: inexpressible delight.) απερίγραπτος -
6 unspeakable
(that cannot be expressed in words, especially because too bad to describe: his unspeakable cruelty/rudeness.) απερίγραπτος, αχαραχτήριστος -
7 unutterable
1) ((of a feeling) too strong to be expressed: To his unutterable horror, the ground began to shake.) ανείπωτος2) (too bad to describe: What unutterable rudeness!) απερίγραπτος -
8 неописуемый
[νιαπισούιμυΐ] εκ. απερίγραπτος -
9 неописуемый
[νιαπισούιμυϊ] επ απερίγραπτος -
10 неизъяснимый
επ., βρ: -ним, -а, -оαπερίγραπτος, ανομολόγητος, ανεκδιήγητος ανέκφραστος•-ая грусть απερίγραπτη θλίψη•
-ое блаженство ανομολόγητη ευδαιμονία.
-
11 неописуемый
επ., βρ: -суем, -а, -оαπερίγραπτος• ανέκφραστος, ανεκδιήγητος, ανείπωτος•-ое выражение глаз απερίγραπτη έκφραση των ματιών•
-ая радость απερίγραπτη χαρά.
-
12 непередаваемый
επ., βρ: -раем, -а, -оαπερίγραπτος, ανεκδιήγητος, ανομολόγητος, ανέκφραστος, ανείπωτος.
См. также в других словарях:
απερίγραπτος, -η, -ο — και φτος, η, ο επίρρ. α εκείνος που δεν περιγράφηκε ή δεν μπορεί να περιγραφεί: Ο ενθουσιασμός του συγκεντρωμένου πλήθους είναι απερίγραπτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπερίγραπτος — not cancelled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερίγραπτος — η, ο (Μ ἀπερίγραπτος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί ή να προσδιοριστεί, που βρίσκεται πέρα από κάθε περιγραφή (αποδίδεται στον Θεό) «Άναρχε, αόρατε... απερίγραπτε» νεοελλ. (με κακή σημασία) πρωτοφανής, ανήκουστος μσν. έγκυρος… … Dictionary of Greek
ἀπεριγράπτως — ἀπερίγραπτος not cancelled adverbial ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτον — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc sg ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτου — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτους — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτων — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγράπτῳ — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτα — ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίγραπτοι — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)