-
1 ἀπερίγραπτος
ἀπερί-γραπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερίγραπτος
См. также в других словарях:
κατάγραπτος — κατάγραπτος, ον (Μ) 1. ραβδωτός, ριγωτός («ὁ κατάγραπτος, ἤγουν ὡς ἡ κοινή ὁμιλία λαλεῑ, γραμμιστός», Ευστ.) 2. ποικίλος, με διαφορετικά χρώματα («σῡκα κατάγραπτα», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γραπτός (< γραπτός < γράφω «ζωγραφίζω,… … Dictionary of Greek