Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανθρώπινη

  • 1 человеческий

    επ.
    1. ανθρώπινος, του ανθρώπου•

    человеческий труд η ανθρώπινη εργασία•

    человеческий организм ο ανθρώπινος οργανισμός•

    -ое общество η ανθρώπινη κοινωνία•

    человеческий род το ανθρώπινο γένος.

    2. ανθρωπιστικός•

    -ое обращение с кем-н. ανθρώπινη συμπεριφορά με κάποιον.

    || ιδιάζων στον άνθρωπο•

    -ие недостатки ανθρώπινα ελαττώματα (αδυναμίες).

    Большой русско-греческий словарь > человеческий

  • 2 гуманный

    гуманный ανθρώπινος \гуманный поступок η ανθρώπινη πράξη
    * * *

    гума́нный посту́пок — η ανθρώπινη πράξη

    Русско-греческий словарь > гуманный

  • 3 вмешательство

    η επέμβαση, η παρέμβαση
    η ανάμειξη
    η παρεμβολή

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вмешательство

  • 4 потемки

    потемк||и
    мн. τά σκοτάδια:
    в \потемкиах στά σκοτεινά· ◊ чужая душа \потемки \потемки погов. ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι μυστήριο.

    Русско-новогреческий словарь > потемки

  • 5 человечный

    человеч||ный
    прил ἀνθρωπινός, φιλάνθρωπος:
    \человечныйное отношение ἡ ἀνθρωπινή συμπεριφορά.

    Русско-новогреческий словарь > человечный

  • 6 натура

    θ.
    1. παλ. βλ. природа (1 σημ.).
    2. παλ. βασική ιδιότητα, ουσία.
    3. χαράκτηρας, ήθος ιδιοσυγκρασία, φύση. || ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινη φύση•

    крепкая γερός οργανισμός.

    4. πραγματικότητα, φύση•

    в -е таких зверей не бывает στην πραγματικότητα τέτοια θηρία όεν υπάρχουν.

    5. (Τέχνη)• η ζωντανή φύση•

    рисовать с -ы ζωγραφίζω άμεσα από τη φύση.

    || βλ. натуршик, -ца. || (κινημτγ.) φυσικό περιβάλλον.
    6. είδος, προϊόν (αντί χρημάτων).
    εκφρ.
    в -е вещейβλ. στη λ. природа• вторая натура δεύτερη φύση•
    привычка – вторая натура – η έξη (συνήθεια) είναι δεύτερη φύση•
    быть ή стоять на -е – ποζάρω (στο ζωγράφο).

    Большой русско-греческий словарь > натура

  • 7 общество

    ουδ.
    1. κοινωνία•

    человче-ско общество ανθρώπινη κοινωνία•

    первобытное общество πρωτόγονη κοινωνία.

    2. κύκλος• τάξη• στρώμα•

    дворянское общество η τάξη των ευγενών•

    купеческое общество το στρώμα των εμπόρων.

    || το φύλο•

    женское общество το γυναικείο φύλο, η γυναικεία κοινωνία.

    3. παρέα, συντροφιά, κομπανία. || το περιβάλλον.
    4. σύνδεσμος, σύλλογος, εταιρεία•

    грко-со-втское общество ελληνο-σοβιετικός σύνδεσμος•

    акционерное общество μετοχική εταιρεία.

    || σύλλογος•

    спортивное общество αθλητικός σύλλογος.

    5. αγροτική κοινότητα.

    Большой русско-греческий словарь > общество

  • 8 природа

    θ.
    1. η φύση•

    любить -у αγαπώ τη φύση•

    на лене -ы στους κόλπους της φύσης•

    мртвая природа νεκρή φύση•

    изучать -у μελετώ τη φύση•

    законы -ы νόμοι της φύσης.

    2. υπόσταση, ουσία.• человеческая природа η ανθρώπινη φύση•

    природа общественных отношений η φύση των κοινωνικών σχέσεων.

    || χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία, το φυσικό•

    привычка природа вторая природа η έξη είναι δεύτερη φύση.

    3. (απλ.) ράτσα• σόι• καταγωγή•

    он хорошей -ы αυτός είναι καλής καταγωγής, σοΐλής.

    εκφρ.
    от -ы – από τή φύση, εκ γενετής, γενητάτος•
    в -е вещей – στη φύση των ίδιων των πραγμάτων•
    по -е – από φύση, από χαρακτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > природа

  • 9 форма

    θ.
    1. μορφή, σχήμα•

    земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•

    форма куба σχήμα κύβου•

    придать -у προσδίδω μορφή.

    || πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.
    2. είδος, τύπος•

    форма правления μορφή διοίκησης•

    -ы стоимости μορφές αξίας•

    -ы энергии μορφές ενέργειας•

    острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•

    форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.

    4. εμφάνιση•

    по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.

    || βλ. жанр.
    5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.
    6. στολή•

    парадная форма στολή παρέλασης•

    военная форма στρατιωτική στολή.

    7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•

    форма заявления υπόδειγμα αίτησης•

    форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.

    8. (γλωσ.) μορφή•

    неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•

    личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•

    падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.

    9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.
    εκφρ.
    - ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•
    - ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•
    в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•
    по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > форма

См. также в других словарях:

  • ἀνθρωπίνη — ἀνθρώπινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπίνῃ — ἀνθρώπινος of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθιοπική φυλή — Ανθρώπινη φυλή των υποτροπικών, που προήλθε από αρχαίες επιμειξίες ευρωπιδών με στοιχεία της μαύρης φυλής. Η α.φ. κατέχει κυρίως το αιθιοπικό οροπέδιο, την Ερυθραία και τη Σομαλία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει καθαρό όριο ανάμεσα σε αυτήν και στους… …   Dictionary of Greek

  • αυστραλιανή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα, η οποία χαρακτηρίζεται από το μαυριδερό χρώμα της επιδερμίδας της, το δασύ τρίχωμα του σώματος και τα κυματιστά ή σγουρά μαλλιά. Οι Αυστραλιανοί είναι υπερβολικά δολιχοκέφαλοι (κεφαλικός δείκτης 73)· η μύτη τους είναι πλατιά και… …   Dictionary of Greek

  • βαλτική φυλή — Ανθρώπινη φυλή διαδεδομένη στην κεντρική Ευρώπη, μεταξύ των σλαβικών λαών, και κυρίως στις Βαλτικές χώρες (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία), καθώς επίσης στη Λευκορωσία, στην Πρωσία και στην κεντρική Ρωσία. Σε μερικά φυσικά γνωρίσματα θυμίζει τη… …   Dictionary of Greek

  • Γκριμάλντι, άνθρωπος του- — Ανθρώπινη φυλή της παλαιολιθικής εποχής. Ονομάστηκε έτσι από την τοποθεσία κοντά στην οποία βρέθηκαν ανθρώπινα λείψανα μεγάλης ανθρωπολογικής αξίας. Η φυλή του α. του Γ. αντιπροσωπεύεται από τους σκελετούς μόνο δύο ατόμων, ενός αγοριού και μιας… …   Dictionary of Greek

  • μεσογειακή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα του κορμού των ευρωπιδών, χαρακτηριζόμενη από λευκό ή ελαφρά μελαχρινό δέρμα, καστανά ή καστανά σκούρα μαλλιά, μέσο έως κοντό ανάστημα, μετρίως μακρύγραμμη σωματική διάπλαση και δολιχοκρανία σε γενικές γραμμές, με το οπίσθιο μέρος …   Dictionary of Greek

  • νειλωτική φυλή — Ανθρώπινη ομάδα, που κατά την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρ. Μπιασούτι αποτελεί μέρος του κορμού των Νεγριδών, κλάδου των Νεγροειδών. Η ν.φ. ή Νειλώτες, είναι διαδεδομένη στη λεκάνη του Άνω Νείλου. Από φυσική άποψη, χαρακτηρίζεται από το πάρα… …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρωπίνηι — ἀνθρωπίνῃ , ἀνθρώπινος of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»