-
1 προορατος
-
2 απροορατος
См. также в других словарях:
προορατός — ή, όν, Α [προορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προβλέψει … Dictionary of Greek
προορατά — προορατά̱ , προορατής masc nom/voc/acc dual προορατής masc voc sg προορατής masc nom sg (epic) προορᾱτά , προορατός to be foreseen neut nom/voc/acc pl προορᾱτά̱ , προορατός to be foreseen fem nom/voc/acc dual προορᾱτά̱ , προορατός to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)