-
1 μέτρο
[мэтро] ουσ. о. мера, мерка, размер, метр,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέτρο
-
2 размер
-а α.1. μέγεθος• μέτρο•картина большого -а πίνακας μεγάλου μεγέθους•
костюм большого -а κοστούμι μεγάλου μεγέθους•
размер туфлей μέτρο (νούμερο) παπουτσιών.
|| διάσταση•комната большого -а δωμάτιο μεγάλων διαστάσεων (μεγάλου εμβαδού).
2. ανάπτυξη•национально-освободительное движение приняло широкие -ы το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πήρε μεγάλες διαστάσεις (έκταση).
|| κλίμακα•опыты в малом -е πειράματα σε μικρή κλίμακα.
3. (φιλγ.) μέτρο•размер стихов το μέ-μέτρο των στίχων•
ямбический размер ιαμβικό μέτρο.
(μουσ.) μέτρο•вальсы и мазурки пишутся -ом в три четверти τα βαλς και οι μαζούρκες γράφονται σε μέτρο τρία τέταρτα (зд)-размеренность, -и θ.
ρυθμικότητα, κανονικότητα, μέτρο. -
3 мера
мера ж 1) το μέτρο, η μονάδα· \мераа длины το μέτρο (или η μονάδα) μήκους· \мераы веса μέτρα και σταθμά 2) (средство) τα μέτρα* \мераы предосторожности τα προφυλακτικά μέτρα" принять \мераы παίρνω μέτρα 3) (степень) о βαθμός' в известной \мерае σε ορισμένο βαθμό ◇ по крайней \мерае τουλάχιστο· в \мерау με μέτρο* по \мерае того как... καθώς...· по \мерае... ανάλογα με...* * *ж1) το μέτρο, η μονάδαме́ра длины́ — το μέτρο ( или η μονάδα) μήκους
ме́ры ве́са — μέτρα και σταθμά
2) ( средство) τα μέτραме́ры предосторо́жности — τα προφυλακτικά μέτρα
приня́ть ме́ры — παίρνω μέτρα
3) ( степень) ο βαθμόςв изве́стной ме́ре — σε ορισμένο βαθμό
••по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο
в ме́ру — με μέτρο
по ме́ре того́ как… — καθώς…
по ме́ре… — ανάλογα με…
-
4 мера
мер||аж1. (единица измерения) τό μέτρο[ν]:\мераы длины́ τά μέτρα μήκους· \мераы веса τά μέτρα καί σταθμά·2. (величина, размер) τό ὄριο[ν], τό μέτρο[ν]:чу́вство \мераы τό αίσθημα τοῦ μέτρου· знать \мерау τηρῶ τό μέτρο, δέν ξεπερνώ τά ὅρια· не знать \мераы ξεπερνώ τά брш· в значительной \мерае σέ σημαντικό βαθμό· в известной \мерае ὡς δνα σημείο·3. (мероприятие) τό μέτρο[ν]:решительные \мераы τά ἀποφασιστικά (или τά δραστικά) μέτρα· \мераы предосторожности προφυλακτικό μέτρα· \мера наказания μέτρα τιμωρίας· высшая \мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή· принять \мераы παίρνω (или λαμβάνω) μέτρα· ◊ по \мерае того́ как... καθώς..., ἐνω...· по \мерае возможности στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ· по \мерае сил στό μέτρο τῶν δυνάμεων сверх \мераы πάνω ἀπ' τό ὅριο, πέραν τοῦ δέοντος· в \мерау ἀρκετά, ἀρκούντως· не в \мерау ὑπερμέτρως, ἀμέτρως, ὑπερβολικά· по крайней \мерае, по меньшей \мерае τουλάχιστον, τό λιγώτερο· ни в какой \мерае καθόλου, οὐδόλως, κατ' ὁόδένα τρόπον. -
5 мера
-ы θ.1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•-ы длины μέτρα μήκους•
-ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•
-ы объёма μέτρα όγκου•
-ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•
кубическая мера κυβικό μέτρο.
|| η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.2. μτφ. όριο•следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•
всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•
знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.
|| (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•-ы наказания μέσα τιμωρίας•
принимать -ы παίρνω τα μέτρα•
-ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•
-ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•
решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•
высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.
εκφρ.без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•в -у – στο μέτρο (μέτρια)•ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου. -
6 метр
-
7 четверть
1. (четвёртая часть) το (ένα) τέταρτο 2. (четвёртая часть года) το τρίμηνο 3. (старая русская мера объёма сыпучих тел) το παλαιό ρωσικό μέτρο χωρητικότητας που ισούται περίπου με 210 κιλά 4. (старая русская мера объёма жидкости) το παλαιό ρωσικό μέτρο χωρητικότητας υγρών (που ισούται περίπου με 3 λίτρα) 5 (старая русская мера длины) το παλαιό ρωσικό μέτρο μήκους (που ισούται περίπου με 0,18 μέτρα) 6. (старая русская мера земельной площади) το παλαιό ρωσικό μέτρο εμβαδού (που ισούται περίπου με 1,6 στρέματα) 7. (круга) см. квадрант 8. муз. το τέταρτο (νότα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > четверть
-
8 метр
метр Iм τό μέτρο[ν]:кубический \метр τό κυβικό μέτρο.метр IIм лит. τό μέτρο[ν]. -
9 эталон
-а α.1. μέτρο πρότυπο•эталон метра μέτρο πρότυπο•
эталон веса πρότυπο μέτρο βάρους.
|| ακριβής μετρική συσκευή.2. μτφ. το στάνταρτ, ο τύπος, το καλούπι, το στερεότυπο. -
10 мера
1. (величина) το μέτρο, το μέγεθος 2. (средство измерений для воспроизведения физической величины заданного размера) η μέτρηση, το μέτρημα, το μέτρο, η (μετρική) μονάδα- веса - του βάρους, τα σταθμά3. (мероприятие) το μέτρ/ο, η ενέργειαпредупредительная - προληπτικό -, προειδοποιητικά - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мера
-
11 метр
1. (единица длины) το μέτρο 2. (линейка, планка с делениями для измерения чего-л.) το μέτροο χάρακας (όργανο μέτρησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метр
-
12 модуль
1. (абсолютная величина числа) о συντελεστής, το μέτρο του συσχετισμού 2. (элемент конструкции) το στοιχείο, ο συντελεστής κατασκευήςосновной косм. - το κύριο διαμέρισμα3. эл. το ηλεκτρικό στοιχείο - на керамической основе - σε κεραμική βάση, - полного сопротивления - της ολικής αντίστασης 4. (величина, характеризующая свойства материалов) το μέτρο, το όριο, ο συντελεστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуль
-
13 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
14 фунт
1. (русская мера веса) το φούντι (παλαιό ρώσικο μέτρο βάρους που ισούται με 409,5 γραμμάρια) 2. (мера веса в странах с английской системой мер) η λίβρα, η λίτρα, η λίμπρα (αγγλικό μέτρο βάρους ισοδύναμο προς 453,6 γρ. και επί πολυτίμων μετάλλων ισούται προς 373,24 γρ.) 3 (денежная единица) η λίραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фунт
-
15 ехать
ехать 1) πηγαίνω ( με μετα φορικό μέσο) \ехать поездом (на автомобиле, метро) πηγαίνω με τρένο ( αυτοκίνητο, μετρό) \ехать верхом πηγαίνω καβάλα 2) (уезжать) φεύγω, αναχωρώ куда вы едете? πού πηγαίνετε; я еду завтра φεύγω αύριο* * *е́хать по́ездом (на автомоби́ле, метро́) — πηγαίνω με τρένο (αυτοκίνητο, μετρό)
е́хать верхо́м — πηγαίνω καβάλα
2) ( уезжать) φεύγω, αναχωρώкуда́ вы е́дете? — πού πηγαίνετε
я е́ду за́втра — φεύγω αύριο
-
16 квадратный
квадратный τετραγωνικός \квадратный метр το τετραγωνικό μέτρο* * *квадра́тный метр — το τετραγωνικό μέτρο
-
17 метр
-
18 метро
метро с, метрополитен м о υπόγειος σιδηρόδρομος, το μετρό* * *с = метрополитенο υπόγειος σιδηρόδρομος, το μετρό -
19 впору
επίρ.1. ακριβώς (πάνω) στην ώρα, απούντο•он пришел впору αυτός ήρθε ακριβώς στην ώρα.
2. ακριβώς στο μέτρο•платье ей впору το φόρεμα της ήρθε ακριβώς στο σώμα της (στο μετρο, κούπα).
3. είναι δυνατόν, μπορεί μόνο•такую порцию впору лишь обжоре есть τέτοια μερίδα φαγητού μόνο ένας φαγάς μπορεί να την καταφέρει, να την φάει.
-
20 куб
куб 1-а, πλθ. -ы α.1. κύβος (γεωμ. σώμα).2. κυβικό μέτρο•куб дров κυβικό (μέτρο) καυσόξυλα.
εκφρ.возвести в куб – υψώνω στον κύβο.куб 2-а α. πλθ. -ыλέβητας κυλινδρικού σχήματος•перегонный куб αποστακτήρας λέβητας.
См. также в других словарях:
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μετρό — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μέτρο — το 1. η βασική μονάδα του δεκαδικού μετρικού συστήματος, μονάδα μήκους (μ.), μονάδα επιφάνειας (τ.μ.), μονάδα όγκου ή χωρητικότητας (κ.μ.): Το μήκος του φράχτη έφτανε τα 20 μέτρα. – Το εμβαδόν του οικοπέδου ήταν 120 τετραγωνικά μέτρα. 2. καθετί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μετρό της Αθήνας — Σύγχρονος υπόγειος σιδηρόδρομος της Αθήνας. Αποτελείται από δύο γραμμές που καλύπτουν τις διαδρομές Σεπόλια –Ομόνοια –Σύνταγμα –Δάφνη (Γραμμή 2) και Εθνική Άμυνα –Σύνταγμα (Γραμμή 3). Τον Απρίλιο του 2003 δόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
κρητικό μέτρο — Στην αρχαία ελληνική μετρική, κ.μ. ονομαζόταν το μέτρο που αποτελείτο από παίωνες, είδος ποδών. Κάθε παίων συνίστατο από πέντε πρώτους χρόνους, δηλαδή από μία τρίχρονη θέση και μία δίχρονη άρση (U U U | U U). Το κύριο μετρικό σχήμα του πόδα αυτού … Dictionary of Greek
αισχριώνειο μέτρο — Ονομασία μέτρου, που το μεταχειρίζονταν οι αρχαίοι διδακτικοί ποιητές. Η λέξη προέρχεται από το όνομα του λυρικού ποιητή Αισχρίωνα, ιαμβογράφου από τη Σάμο. Το α.μ. ονομαζόταν παλαιότερα ιππωνάκτειο … Dictionary of Greek
δήμευση — Μέτρο ασφαλείας, που άλλοτε χρησίμευε και ως κύρια ή παρεπόμενη ποινή, και μάλιστα με τη μορφή γενικής δ. όλων των περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που συνεπαγόταν άμεση επέκταση του ποινικού κολασμού και στους κληρονόμους του καταδίκου. Οι δ.,… … Dictionary of Greek
επιδεκτικότητα — Μέτρο της ιδιότητας ενός υλικού (στερεού, υγρού ή αερίου) να πολώνεται όταν υφίσταται τη δράση ενός μαγνητικού πεδίου, δηλαδή να παρουσιάζει μαγνητικό χαρακτήρα στην επιφάνειά του. Στην ηλεκτροστατική, η ε. είναι η ιδιότητα των σωμάτων να… … Dictionary of Greek
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
δικαιοστάσιο — Μέτρο που επιβάλλεται με ειδικό νόμο σε έκτακτες περιστάσεις. Πρόκειται για την προσωρινή αναστολή του έργου της δικαιοσύνης· με το δ. εμποδίζεται η επιδίωξη των ληξιπρόθεσμων αξιώσεων και παράλληλα αναστέλλεται η παραγραφή τους. * * * το η… … Dictionary of Greek