-
1 ακίνητα
-
2 ἀκίνητα
-
3 ακίνητα
τα недвижимое имущество, недвижимость -
4 ακίνητα
[акинита] ουσ. о. πληθ. недвижимое имущество,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακίνητα
-
5 ακίνητα
[акинита] ουσ ο πληθ недвижимое имущество. -
6 неподвижно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неподвижно
-
7 ἀ-κίνητος
ἀ-κίνητος ( fem. ἀκινήτη Pind. Ol. 9, 33), 1) unbewegt, unbeweglich, fest, ἑστάναι Plat. Soph. 249 a; γῆ ἀκινητοτάτη Tim. 55 d; nicht angerührt, unverletzt, τάφος Her. 1, 187; Ceb. tab. 34, neben δυςμαϑής hartnäckig; βαίνειν ἐξ ἀκινήτου ποδός, gehen, ohne den Fuß fortzusetzen, sterben, Soph. Tr. 875; φρένες ἀκίνητοι Ar. Ran. 899, schwerfälliger Geist. – 2) was nicht bewegt, nicht angerührt werden darf, heilig, bes. τὰ ἀκίνητα, Hes. O. 752 μ ηδ' ἐπ' ἀκινήτοισι καϑίζειν, auf den Gräbern; Eur. Iph. T. 1124, das Bildniß der Göttin heben ἐξ ἀκινήτων βάϑρων; Plut. öfter μὴ κινεῖν τὰ ἀκίνητα Legg. III, 684 d; vgl. Theaet. 181 a; nach dem Schol. sprichw. von solchen, die gottlos selbst das Heilige nicht achten; vgl. Her. 6, 134; κινεῖς τι τῶν ἀκινήτων Soph. O. C. 624, was verschwiegen werden muß, vgl. Ant. 1060. – Adv. ἀκινήτως ἔχειν, unbeweglich sein, Isoer. 2, 18; Plat. Tim. 38 a.
-
8 τακίνητ'
ἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητε, ἀκίνητοςunmoved: masc voc sgἀκίνητε, ἀκίνητοςunmoved: masc /fem voc sgἀκίνηται, ἀκίνητοςunmoved: fem nom /voc pl -
9 τἀκίνητ'
ἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητε, ἀκίνητοςunmoved: masc voc sgἀκίνητε, ἀκίνητοςunmoved: masc /fem voc sgἀκίνηται, ἀκίνητοςunmoved: fem nom /voc pl -
10 τακίνητα
ἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc pl -
11 τἀκίνητα
ἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc pl -
12 κῑνέω
κῑνέω (vgl. κίω), gehen machen, in Bewegung setzen, Od. 24, 5, bewegen; οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν οὐδ' ἀναεῖραι Od. 8, 298; öfter κάρη κινεῖν, das Haupt bewegen, schütteln, als Zeichen des Unwillens u. Zorns; κινηϑεὶς ἐπῄει Pind. frg. 70; φόβος κινεῖ, ταράσσει καὶ διώκεται δέμας Aesch. Ch. 287; κινεῖ γὰρ ἁνὴρ ὄμμα Soph. Phil. 854; τὸν λεύκασπιν ἄνδρα ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ Ant. 109, in die Flucht treiben; pass., ϑύελλα κινηϑεῖσα O. C. 1656; μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη Eur. Suppl. 172; πόδα Bacch. 764; δόρυ Andr. 607 (wie ὅπλα, eigtl. die Waffen in Bewegung setzen, Thuc. 1, 82; vgl. Dem. 17, 16) u. öfter; im med., τάχ' ἂν στρατὸς κινοῖτο ἀκούσας νυκτέρους ἐκκλησίας Rhes. 139; in Prosa, in mancherlei Verbindungen; von der Stelle rücken, ἀνδριάντα Her. 1, 183; γῆς ὅρια Plat. Legg. VIII, 842 e; im med. oder pass. sich bewegen, im Ggstz von ἑστάναι, Rep. IV, 436 c, wie κινούμενα καὶ ἑστῶτα Theaet. 181 e; bes. von Tanzbewegungen, vgl. Legg. VII, 800 a; c. accus., αἰσχύνονται τοιαῦτα τῷ σώματι κινεῖσϑαι, so Etwas zu tanzen, II, 656 a; übh. gehen, Il. 1, 47 u. öfter; ὡς μηδεὶς κινήσοιτο ἐκ τῆς τάξεως Xen. Hell. 2, 1, 22; – κινεῖν τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι, das deponirte Geld zu etwas Anderem verwenden, Thuc. 2, 24, wie τῶν χρημάτων κινεῖν, das Geld angreifen, 1, 143, vgl. 6, 70; χρήματα κινεῖν ἱερά Dem. 24, 179; App. B. C. 2, 41; – γῆ κεκινημένη, umgeackert, Xen. Cyn. 5, 18; – πᾶν χρῆμα κινεῖν, ὅπως –, Alles in Bewegung setzen, Her. 5, 96; πάντα λόγον κινεῖν Plat. Phileb. 15 e Conv. 198 e; vgl. ὅσον λόγον πάλιν κινεῖτε περὶ τῆς πολιτείας Rep. V, 540 a; – μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρός, rege nicht auf, Soph. Trach. 974; ἴδια κινοῦντες κακά O. R. 636; ἐγερτὶ κινῶν ἄνδρ' ἀνὴρ ἐπιῤῥόϑοις κακοῖσι, aufregen durch Schmähungen, Ant. 409; – ἃ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was nicht durch die Rede bewegt, wovon nicht gesprochen wird, τὰ ἀπόῤῥητα, O. C. 1523, vgl. Ant. 1061; so bes. τὰ ἀκίνητα κινεῖν, sprichwörtlich, Her. 6, 134; Plat. Legg. III, 684 d; – beunruhigen, stören, καὶ δάκνειν Rep. V, 474 d; αὐτὸν ἐκίνουν, ich ließ ihn nicht in Ruhe, 329 d; aufregen, Xen. Mem. 4, 2, 2; ταῦτα κινεῖ, ταῦτα ἐξίστησιν ἀνϑρώπους ἑαυτῶν Dem. 21, 72; öfter Plut. u. a. Sp. Dah. pass. aufrührerisch sein, οἱ Γαλάται ἐκινήϑησαν αὖϑις D. Cass. 40, 17, öfter; τὰ καϑεστῶτα κινεῖν Pol. 2, 21, 3. Aehnl. πάντα κινεῖται, es kommt Alles in Aufruhr, wird aufgeregt, Dem. 2, 21, von alten Schäden, die aufbrechen, wie 18, 198. – Νόμαια κινέει πάτρια, verändern, Her. 3, 80; νόμους Plat. u. A. Auch = untersuchen, durchforschen, Ἐμπεδοκλέα πρῶτον τὴν ῥητορικὴν κεκινηκέναι Sext. Emp. adv. math. 7, 6, anregen, u. oft; auch τραγῳδίαν, Plut. Sol. 29. – Κεκινημένος περὶ πᾶσαν τὴν μαγγανείαν, wie versari in, Plat. Legg. X, 908 d. – In obscönem Sinne, = βινέω, Ar. Nubb. 1371 u. öfter; vgl. Luc. parasit. 10; Ep. ad. 86 (XI, 202); οἱ κινούμενοι = κίναιδοι. – Scheinbar intrans. steht es mit Auslassung von στρατόν, Pol. 2, 52, 2, αὖϑις ἐκ ποδὸς ἐκίνει, wie im lat. movere; vgl. Plut. Caes. 26.
-
13 ακινητος
2, редко Pind. 31) неподвижный, недвижимый Her., Pind., Plat.βῆναι ἐξ ἀκινήτου ποδός Soph. — отправиться неподвижной стопой, т.е. умереть
2) малоподвижный, ленивый, вялый(φρένες Arph., Plut.)
3) нетронутый, невспаханный(χώρα Plut.)
4) косный, бездеятельный(ὕλη Plut.)
5) неизменный(νόμιμα Thuc.; νόμοι Arst.)
ἀκίνητοι φυλακαί Eur. — несменившаяся стража6) неприкосновенный, заповедный, запретный, священный(τάφος Her.)
κινεῖν τὰ ἀκίνητα Soph., Her., Plat. — прикасаться к запретному, т.е. кощунствовать;τἀκινητ΄ ἔπη Soph. — слова, которые нельзя произносить, т.е. тайны7) непреклонный, неутолимый, упорный Soph.ἀ. ὑπὸ φόβου Plat. — неустрашимый
-
14 αφρων
2, gen. ονος1) лишенный сознания, бесчувственный2) безрассудный, безумный Hom., Hes., Xen., Plut.3) неистовый, бешеный Hom., Aesch., Soph. -
15 κινεω
1) двигать, шевелить(μέλεα Hom.; καὴ χεῖράς τε καὴ τέν κεφαλήν Plat.; τῷ δακτύλῳ NT.)
κ. ὄμμα Soph. и ὄμματα Arst. — открывать глаза;κ. πόδα Eur. — отправляться, уходить;κ. δόρυ Eur. — брать в руки копье, т.е. начать воевать;κ. ὅπλα Thuc. — браться за оружие;χορδὰς κ. Arst. — ударять по струнам;μέ κ. τὰ ἀκίνητα Plat. погов. — не двигать недвижимого, т.е. не касаться неприкосновенного;κινήθη ἀγορή Hom. — собрание двинулось;Δῆλος ἐκινήθη Her. — Делос содрогнулся;προεῖπεν ὡς μηδεὴς κινήσοιτο ἐκ τῆς τάξεως Xen. — (Лисандр) приказал, чтобы никто не уходил из строя;αὐτοῦ κινηθέντος Hom. — когда он шел;κινεῖσθαι πρὸς ἄστυ Θήβης Soph. — двигаться на город Фивы;ἐν ὀρχήσει κινεῖσθαι Plat. — носиться в пляске, плясать;ἐκινήθη ἥ πόλις ὅλη NT. — весь город пришел в движение;περὴ πᾶσαν τέν μαγγανείαν κεκινημένοι Plat. — возящиеся со всяческим колдовством;филос. τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον Arst. — движущее, но неподвижное первоначало2) прикасаться, трогать, сдвигать с места(ἀνδριάντα Her.; λυχνίαν ἐκ τόπου τινός NT.)
; передвигать, перемещать(γῆς ὅρια Plat.)
; переносить, снимать(τὸ στρατόπεδον Xen.)
κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι Thuc. — употребить деньги на иные цели3) трогать, подталкиватьεἶπον κινήσας αὐτόν Plat. — дотронувшись до него, я спросил
4) волновать, раздражать(σφῆκας Hom.)
5) тревожить, бередить(ὀδύνην Soph.)
6) будить, пробуждать(τινα ἐξ ὕπνου Eur.)
7) обращать в бегство, гнать, преследовать(φῶτα φυγάδα Soph.)
8) преследовать, угнетать, мучить(φόβος κινεῖ Aesch.)
9) возбуждать, побуждать(ἐπιρρόθοις κακοῖσίν τινα Soph.; τὸ ὀρεκτόν Arst.)
στάσιν κ. Arst. — поднимать восстание;κ. χόλον Eur. — вызывать гнев;κ. κακά Soph. — причинять бедствия10) делать явным, обнаруживать, разглашать(ἃ ἐξάγιστα λόγῳ Soph.)
11) опрокидывать, ломать, изменять, нарушать(νόμαια πάτρια Her.; τοὺς πατρίους νόμους Arst.; τὰ καθεστῶτα Isocr.)
φάρμακα τέν κοιλίαν κινοῦντα Arst. — слабительные средства12) трогаться с места, сниматься(κινῆσας ἐκεῖθεν, ὑπερέβαλλε τὰ Λιγγονικά, sc. ὅ Καῖσαρ Plut.)
13) = βινέω См. βινεω Arph.14) вспахивать, обрабатывать(γῆ κεκινημένη Xen.)
15) двигать вперед, преобразовывать, перерабатывать(τραγῳδίαν Plut.; τέν ῥητορικήν Sext.)
-
16 закреплять
σταθεροποιώ, στερεώνω, δένωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закреплять
-
17 неподвижно
неподви́жн||опарен. ἀκίνητα, ἀσάλευτα:стоять \неподвижно στέκομαι ἀκίνητος. -
18 ακινήταν
-
19 ἀκινήταν
-
20 неподвижно
[νυιαντβίζνα] εκίρ. ακίνητα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ακίνητα — Η περιουσία ή οποιαδήποτε ιδιοκτησία σχετίζεται με το έδαφος και τα συστατικά του μέρη (αντίθετο: κινητή περιουσία). Στην καθημερινή χρήση, ο όρος αναφέρεται σε περιουσιακά στοιχεία όπως τα οικόπεδα και τα σπίτια. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο που… … Dictionary of Greek
ἀκίνητα — ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακινέτες ή ακίνητα σπόρια — Τύπος αναπαραγωγικών σπορίων μιας κυρίως κατηγορίας φυτικών οργανισμών, των κυανοφυκών. Σχηματίζονται με την αύξηση των διαστάσεων ενός βλαστητικού κυττάρου που συνοδεύεται από αύξηση της πάχυνσης του κυτταρικού τοιχώματος. Ένας ώριμος α.… … Dictionary of Greek
τἀκίνητ' — ἀκίνητα , ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl ἀκίνητα , ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl ἀκίνητε , ἀκίνητος unmoved masc voc sg ἀκίνητε , ἀκίνητος unmoved masc/fem voc sg ἀκίνηται , ἀκίνητος unmoved fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀκίνητα — ἀκίνητα , ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl ἀκίνητα , ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήταν — ἀκινήτᾱν , ἀκίνητος unmoved fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2004 Summer Olympics — Games of the XXVIII Olympiad Host city Athens, Greece Motto Welcome Home Nations participating 201 … Wikipedia
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia