-
1 ακίνητη περιουσία
ηImmobilienbesitz m -
2 ακίνητη περιουσία
недвижни от имотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ακίνητη περιουσία
-
3 ἀ-κίνητος
ἀ-κίνητος ( fem. ἀκινήτη Pind. Ol. 9, 33), 1) unbewegt, unbeweglich, fest, ἑστάναι Plat. Soph. 249 a; γῆ ἀκινητοτάτη Tim. 55 d; nicht angerührt, unverletzt, τάφος Her. 1, 187; Ceb. tab. 34, neben δυςμαϑής hartnäckig; βαίνειν ἐξ ἀκινήτου ποδός, gehen, ohne den Fuß fortzusetzen, sterben, Soph. Tr. 875; φρένες ἀκίνητοι Ar. Ran. 899, schwerfälliger Geist. – 2) was nicht bewegt, nicht angerührt werden darf, heilig, bes. τὰ ἀκίνητα, Hes. O. 752 μ ηδ' ἐπ' ἀκινήτοισι καϑίζειν, auf den Gräbern; Eur. Iph. T. 1124, das Bildniß der Göttin heben ἐξ ἀκινήτων βάϑρων; Plut. öfter μὴ κινεῖν τὰ ἀκίνητα Legg. III, 684 d; vgl. Theaet. 181 a; nach dem Schol. sprichw. von solchen, die gottlos selbst das Heilige nicht achten; vgl. Her. 6, 134; κινεῖς τι τῶν ἀκινήτων Soph. O. C. 624, was verschwiegen werden muß, vgl. Ant. 1060. – Adv. ἀκινήτως ἔχειν, unbeweglich sein, Isoer. 2, 18; Plat. Tim. 38 a.
-
4 имущество
η περιουσία, το υλικό, ο εξοπλισμόςличное - τα ατομικά είδη, η ιδιοκτησίαспасательное - мор. τα (ναυαγοσωστικά είδηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > имущество
-
5 контакт
η επαφ/ή, η ένωσηзамыкать - κλείνω/συνδέω την -, ενώνω τις - έςблокировочный - του φράγματος/μπλοκαρίσματοςнеподвижный - σταθερή -, ακίνητη -сигналь-но-блокировочный - σήματος του φραγμού/μπλοκαρίσματοςтормозной - πέ-δης/φρένουштыковой - μάχαιρας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контакт
-
6 недвижимость
η ακίνητη περιουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недвижимость
-
7 собственность
1. (имущество, принадлежащее кому-л.) η περιουσί/αη κυριότηταлишать - и στερώ/αφαιρώ την -2. (принадлежность кому-, чему-л. с правом полного распоряжения) η ιδιοκτησί/α, η περιουσίαпередача права - и μεταβίβαση των δικαιωμάτων - ας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собственность
-
8 имущество
имущест||вос ἡ περιουσία, τό κτήμα, τό χτήμα, ἡ ιδιοκτησία:движимое (недвижимое) \имуществово ἡ κινητή (ἀκίνητη) περιουσία· государственное \имуществово ἡ κρατική περιουσία. -
9 недвижимость
недвижимостьж ἡ ἀκίνητη περιουσία. -
10 ακίνητος
-
11 περιουσία
-
12 ακίνητος
ακίνητος, -η, -οнеподвижный, непереходящий (о церковных праздниках);ΦΡ.ακίνητη εορτή / γιορτή η — непереходящий праздник -
13 property
['propəti]plural - properties; noun1) (something that a person owns: These books are my property.) ιδιοκτησία2) (land or buildings that a person owns: He has property in Scotland.) ακίνητη περιουσία3) (a quality (usually of a substance): Hardness is a property of diamonds.) ιδιότητα4) ((usually abbreviated to prop [prop]) a small piece of furniture or an article used by an actor in a play.) παρελκόμενα του θεάτρου -
14 real estate
((the buying and selling of) land and houses.) ακίνητη περιουσία -
15 недвижимость
[νιντβίζιμαστ'] ουσ. θ. ακίνητη περιουσία -
16 недвижимость
[νιντβίζιμαστ'] ουσ θ ακίνητη περιουσία -
17 недвижимость
-и θ.η ακίνητη περιουσία. -
18 недвижимый
επ., βρ: -жим, -а, -о κ. недвижимый βρ: -жим, -а, -о.1. ακίνητος, ακούνητος.2. (για περιουσία) ακίνητος•- ое имущество ή имение ακίνητη περιουσία.
-
19 удел
-а α.1. γαιοκτήματα δούκα.2. η ακίνητη περιουσία της αυτοκρατορικής οικογένειας.3. μτφ. κτήμα, ιδιότητα, χαρακτηριστικό.4. τύχη, μοίρα• ριζικό.
См. также в других словарях:
κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… … Dictionary of Greek
κτηματολόγιο — Δημόσιος κατάλογος που περιλαμβάνει τη γενική καταγραφή, τη μέτρηση και την εκτίμηση των ακινήτων μιας χώρας. Με τον ίδιο όρο δηλώνεται επίσης το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες επιτυγχάνεται η αποτύπωση, προκειμένου να γίνει η κατανομή της… … Dictionary of Greek
Ντόπλερ, φαινόμενο — Στη φυσική, είναι η μεταβολή της μετρούμενης συχνότητας μιας κυματικής διαταραχής, όταν η πηγή του κύματος και ο παρατηρητής κινούνται το ένα ως προς το άλλο. Προφανώς η συχνότητα του κύματος που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής δεν είναι ίδια με… … Dictionary of Greek
ακίνητος — η, ο 1. αυτός που δεν κινήθηκε, ακούνητος: Στεκόταν πάντα στην ίδια θέση ακίνητος. 2. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, να μετατεθεί: Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι γιορτή ακίνητη. 3. «ακίνητη περιουσία», αυτή που αποτελείται από ακίνητα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Immovable property — is an immovable object, an item of property that cannot be moved. In the United States it is also commercially and legally known as real estate and in Britain as property. It is known by other terms in other countries of the world.Immovable… … Wikipedia
Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
έγγειος — ο και έγγαιος, α, ο (AM ἔγγειος, ον και ἔγγαιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στη γη, που αποτελείται από κτήματα νεοελλ. 1. «έγγειος ιδιοκτησία» α) ιδιοκτησία που περιλαμβάνει κτήματα με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις β) ακίνητη περιουσία 2.… … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
έσοδο — το (Μ ἔσοδον) 1. ό,τι αποκομίζει κάποιος από την προσωπική του εργασία ή από την ακίνητη και κινητή περιουσία του, το εισόδημα 2. φρ. «δημόσια έσοδα» το σύνολο τών εισπράξεων τού δημοσίου σε χρήμα από φόρους, μισθώματα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… … Dictionary of Greek
ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
απαλλοτριώνω — (Α ἀπαλλοτριῶ, όω) νεοελλ. αφαιρώ κ. μεταβιβάζω αναγκαστικά και βάσει του νόμου την ακίνητη περιουσία κάποιου αντί τιμήματος σε άλλον αρχ. 1. κάνω κάτι ξένο, αποξενώνω 2. (για περιουσία) δίνω σε άλλον, χαρίζω, πουλώ 3. (για πράγματα) α) διαχωρίζω … Dictionary of Greek