Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

έχει+κι'+αυτός+το

См. также в других словарях:

  • ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • κατάκριτος — η, ο (AM κατάκριτος, ον) [κατακρίνω] 1. αυτός που έχει κατηγορηθεί, αυτός που έχει κατακριθεί («κατάκριτος ἐν τῇ πατρίδι γενόμενος ἐπὶ τῷ τεταπεινωκέναι τὴν ἀρχήν», Διόδ.) 2. αυτός εις βάρος τού οποίου έχει επιβληθεί καταδίκη νεοελλ. ο… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκέφαλος — η, ο 1. (για μυθικούς θεούς ή τέρατα) α) αυτός που έχει διαφορετικό κεφάλι από αυτό που φυσιολογικά έπρεπε να έχει β) αυτός που έχει δύο ανόμοια κεφάλια 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετεροκέφαλος τρωκτικό τής οικογένειας βαθυεργίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * …   Dictionary of Greek

  • ασώματος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σώμα, αυτός που κόπηκε από το σώμα: Παρουσίαζε ένα τάχα ασώματο κεφάλι που μιλούσε. 2. αυτός που δεν έχει σώμα, άυλος: Οι άγγελοι είναι όντα ασώματα. 3. στον πληθ. το αρσ. ως ουσ., Ασώματοι, οι οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτήριος — θρεπτήριος, ον (ΑΜ) [θρεπτήρ] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτήριον τόπος διατροφής και ανατροφής αρχ. 1. ικανός και κατάλληλος να τρέφει, θρεπτικός 2. αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί 3. τα προς το ζην, η τροφή 4. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • θυσανόεις — και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. όεις (πρβλ. αιματ όεις, αστερ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • κατακαημένος — η, ο (Μ κατακαημένος, η, ο) αυτός που έχει δεινοπαθήσει, αυτός που έχει υποφέρει πολύ, άτυχος («κατακαημένε κόσμε») …   Dictionary of Greek

  • τρισάναρχος — ον, Μ (για τον Θεό) ο πράγματι άναρχος, ο μόνος άναρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἄναρχος «αυτός που δεν έχει αρχηγό, αυτός που δεν έχει αρχίνημα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»