Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καταστύφελος

См. также в других словарях:

  • καταστύφελος — καταστύφελος, ον (Α) πολύ σκληρός, τραχύς, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στυφελός «τραχύς»] …   Dictionary of Greek

  • καταστυφέλου — καταστύφελος very hard masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστυφέλῳ — καταστύφελος very hard masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάστυφλος — κατάστυφλος, ον (Α) καταστύφελος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στύφλος «τραχύς»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»