-
1 καταστυφελος
-
2 καταστύφελος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστύφελος
-
3 καταστύφελος,
κατα-στύφελος, u. κατά-στυφλος, sehr hart, fest -
4 καταστυφέλου
καταστύφελοςvery hard: masc /fem /neut gen sg -
5 καταστυφέλω
-
6 καταστυφέλῳ
-
7 χῶρος
χῶρος [(A)], ὁ,A like χώρα 1, a definite space, piece of ground, place,χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il.3.315
; διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ ib. 344; νεκύων διεφαίνετο χῶρος a space clear of the dead, i. e. not filled by them, 8.491; χ. ὑλήεις, ἐρῆμος, οἰοπόλος, ψαμαθώδης, Od.14.2, Il.10.520, 13.473, h.Merc.75; [full] πίων Hes.Op. 390; εὐαής ib. 599;καταστύφελος Id.Th. 806
;ἀσυνήθης Emp.118
; region, ἀτερπὴς χ., of the lower world, Od.11.94, cf. Emp.121; soεὐσεβῶν χ. Lycurg.96
, Pl.Ax. 371c, cf. IG12(7).115.20 ([place name] Amorgos);χ. ἀσεβῶν Pl.Ax. 371e
, Luc.Nec.12; ὁ περίγειος χ. the region of this world,τὸν π. καταλελοιπότες χῶρον μετεωροπολεῖν ἐγνώκασιν Ph.1.196
;δένδρε' ἔθαλλεν χ. Pi.O.3.23
: pl., Hdt.2.178;Βρόμιος δ' ἔχει τὸν χ. A.Eu.24
;θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph. 1148
(lyr.); ;πόδες δέ οἱ οὐχ ἑνὶ χώρῳ Call.Del. 192
.II land, country, Hdt.4.30; ὁ Λιβυκὸς χ. v. l. in Id.2.19;τοῦ Ἀταρνέος ἐστὶ χ. Id.1.160
;τῆς Ἀραβίης 2.75
: pl., lands,τῶν Θηβαίων ἔκειρε τοὺς χ. Id.9.15
, cf. S.OT 1126: metaph.,τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χ. Id.Tr. 145
; χ... οὗτος (leg. αὑτός)ἀνθρώπου φρενῶν Id.Fr. 910
.2 landed property, estate, Axiop.5, X.Cyr.7.4.6.3 the country, opp. the town,ἐν τῷ χ. καὶ ἐν τῷ ἄστει Id.Oec.5.4
, cf. 11.18;σπείρω τ' ἄρουραν.. Βερέκυντα χ. A.Fr. 158
.4 country town, IG12(9).189.26 (Eretria, iv B. C., pl.);ὁ χ. ὁ Μοττιανῶν κτλ. LW1745
([place name] Gergis).—Rare in pure [dialect] Att. Prose (Th.2.20, 7.78, f.l. in Antipho 3.2.8), but common in X.------------------------------------χῶρος [(B)], ὁ,A north-west wind, Lat. corus, Act.Ap.27.12.
См. также в других словарях:
καταστύφελος — καταστύφελος, ον (Α) πολύ σκληρός, τραχύς, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στυφελός «τραχύς»] … Dictionary of Greek
καταστυφέλου — καταστύφελος very hard masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστυφέλῳ — καταστύφελος very hard masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάστυφλος — κατάστυφλος, ον (Α) καταστύφελος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στύφλος «τραχύς»] … Dictionary of Greek