-
1 Ποντικών
-
2 Ποντικῶν
-
3 ποντικών
-
4 ποντικῶν
-
5 μῆλον
μῆλον (A), τό,A sheep or goat,ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον Od.12.301
(cf. 299);μῆλον, ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14.105
; elsewh. Hom. uses the pl. (to distinguish the gender, an Adj. is added, ἄρσενα μ. rams, wethers, Od.9.438;ἔνορχα μ. Il.23.147
) to denote sheep or goats,ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ', ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον Od.9.184
;ὡς δὲ λέων μήλοισιν.. ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι Il.10.485
: generally, small cattle, opp.βόες, βόες καὶἴφια μ. 9.406
, cf. Hes.Op. 786, 795, etc.;μ. καὶ βοῶν ἀγέλας Pi.P.4.148
;μ. καὶ ποίμνας S.Aj. 1061
: abs., of sheep,ἄργυφα μ. Od.10.85
; ; of Europa's bull, Simon.28; so μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν.. μήλων of herds, A.Fr. 158: generally, beasts, opp. men,γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις Pi.O.7.63
; esp. of sacrificial beasts, ib.80, A.Ag. 1057, etc.; also of beasts of chase, S.Fr. 1069:—Lyc.106 has metaplast.gen. pl. μηλάτων. (Not found in Prose, exc. Hdt. ap. Sch.Il.4.476. The [dialect] Dor. form is [full] μῆλον (not μᾶλον), Pi.P.4.148, 9.64, al.; also in pr. nn.,Εὔμηλος IG 12(3).540
([place name] Thera), etc.; [dialect] Boeot. [full] μεῖλον in Πισίμειλος ib.7.3193.12 (Orchom., iii B.C.), etc.: cf. OIr. mīl '(small) animal', Dutch maal 'young cow'.)-------------------------------------------A apple or (generally) any treefruit, Il.9.542, Od.7.120, Hes.Th. 215, 335 (whereas in Id.Op. only μῆλον (A) is found), Hdt.1.195, 2.92,7.41;χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει Ar.Nu. 978
;χρύσια μ. Theoc.29.37
; μ. ἄγριον crab, Pyrus acerba, Dsc.1.115.4; μ. Ἀρμενιακόν apricot, Prunus armeniaca, Id.1.115.5, Gal.6.594 (μ. ἐαρινά PCair.Zen.33.13
(iii B.C.)); μ. Ἠπειρωτικόν roseapple, Dsc.1.115.4; μ. Κυδώνιον quince, Hp.Vict.2.55, Dsc.1.115.1, Gal.6.563, SIG1171.15 ([place name] Lebena); μ. Μηδικόν citron, Citrus medica, Dsc.1.115.5 (μ. κίτριον Gal.12.77
); μ. Περσικόν peach, Prunus persica, Id.6.592; τῶν Ποντικῶν ἐκείνων ἂ καλοῦσι μῆλα, of a kind of gourd, ib.563.II pl., metaph., of a girl's breasts, Ar.Lys. 155, Ec. 903, Theoc.27.50.2 cheeks, PPetr.3.p.2, al. (iii B.C.), AP9.556 (Zon.), Ruf.Onom.46, Luc. Im.6, Arch.Pap.4.271 (iii A.D.): in sg.,μ. ἀριστερόν BGU998.4
(ii B.C.), etc.: but in Theoc.14.38, τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥέοντι thy tears run like apples, i.e. big round tears and sweet withal.5 cups shaped like apples, IG11(2).161 B41, al. (Delos, iii B.C.). (Cf. Lat. mālum, perh. borrowed from Gr.) -
6 σηστός
II σηστὸν καρύων Ποντικῶν, perh. name of a measure, PCair.Zen.13.22, cf. 12.9 (iii B.C.). -
7 βαβάζειν
Grammatical information: v.Derivatives: βάβαξ m. `chatterer' (Archil.); βάβακοι ὑπὸ Ήλείων τέττιγες, ὑπὸ Ποντικῶν δε βάτραχοι; βάβακα τὸν γάλλον H. (s. Maas, Rh. M. 74 (1925) 469f.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Onomatopoetic forms like many others; cf. βαβαί, βάζω, βαΰζω, βαβράζω, βάβαλον; also βάρβαρος, βαβύρτας, βόμβος etc. For other languages s. Pok. 91, W.-Hofmann s. babit.Page in Frisk: 1,206Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαβάζειν
-
8 βάτραχος
Grammatical information: m.Meaning: `frog' (Hdt.). Also name of a fish `Lophius piscatorius' (Arist.), s. Strömberg Fischnamen 92f.).Other forms: Ion. βάθρακος with normal displacement of aspiration (Schwyzer 269, Lejeune, Phonét. 50); βότραχος (Hp.) and βρόταχος (Xenoph. 40, s. Bechtel Dial. 3, 109); βρατάχους βατράχους H.; - βρούχετος.. βάτραχον δε Κύπριοι H. (after βρυχάομαι?, Schwyzer 182); βύρθακος βάτραχος H.; βρύτιχοι βάτραχοι μικροὶ ἔχοντες οὑράς H. (cf. βρύω?); - βριαγχόνην βάτραχον. Φωκεῖς H. (mistake?; for *βρ(α)τ-αγχ-?); βρόγχος βάτραχος H. may also be a mistake); still βλίκανος, βλίκαρος, βλίχα(ς) (H., EM, Suid.); βλίταχος (H.). - βάβακοι ὑπὸ Ήλείων τέττιγες, ὑπὸ Ποντικῶν δε βάτραχοι H. ( βαβάζω, s. v.). - Mod. Gr. forms in Hatzidakis Lexikogr. Archiv ( Anh. Άθ. 26) 48ff., also G. Meyer IF 6, 107f.Derivatives: Demin. βατράχιον (Paus.), plant `Ranunculus' (Hp., Dsc., cf. Strömberg Pflanzennamen 119); βατραχίσκοι μέρος τι τῆς κιθάρας H.; on the suffixes Chantr. Form. 408. - βατραχίτης, - ῖτις ( λίθος; from the colour; Plin.; s. Redard Les noms grecs en - της 53).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Several variants will be due to folketymology or taboo, and also simple phonetic variation. A priori for all these forms a local, i.e. Pre-Gr. form is to be expected. To this will point the variation α\/ο. This holds also for βαρδακος if this must be read in H. for βαρακος βάραχος (Fur. 184 A. 2; s. Latte). The form may in origin have been onomat.? (cf. Grošelj, Živa Ant. 6 (1956) 235) βρατ-αχ-, cf. βρεκεκεξ. Or even * brt-ak-, from which the forms with - υ- might come ( βύρθακος, βρύτιχος). The desperate forms βριαγχόνη, βρόγχος (this form to be read for βρούχετος?) contain a (misread) prenasalized *( βρατ)αγχος, which would also point to Pre-Greek. On the χ-suffix in animal names Specht Ursprung 255. - The forms βλικ\/χ- and βάβακοι, of course, are etymologically unrelated. - For the meaning `hearth' Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 660 refers to Alb. vatre.Page in Frisk: 1,226-227Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάτραχος
См. также в других словарях:
Ποντικῶν — Ποντικός from Pontus fem gen pl Ποντικός from Pontus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικῶν — ποντικός from Pontus fem gen pl ποντικός from Pontus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασιτοκτονία — Η καταστροφή των πολυκύτταρων ζωικών οργανισμών που είναι βλαβεροί για τον άνθρωπο, είτε αυτοί οι ίδιοι είτε ως φορείς ασθενειών. Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του οργανισμού· στην πρώτη περίπτωση η π. συμπίπτει με… … Dictionary of Greek
Σμινθεύς — Επίθετο του Απόλλωνα ως εξολοθρευτή των ποντικών. Η λατρεία του Απόλλωνα με την ιδιότητα αυτή κατάγεται από την Τροία και, γενικά, τη Μ. Ασία. Ο Απόλλων Σ. λατρευόταν ιδιαίτερα στα νησιά Λέσβο, Τένεδο και Ρόδο. Η ετήσια γιορτή του ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
βατραχομυομαχία — Μικρό και εύθυμο έπος σε 300 στίχους, παρωδία της Ιλιάδας του Ομήρου, που αποδόθηκε στον ίδιο τον Όμηρο από τον Στάτιο, τον Φιλόστρατο και άλλους. Το ποίημα ανήκει στην εποχή των Περσικών πολέμων. Θέμα του είναι ο πόλεμος ανάμεσα στους βατράχους… … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
μυωτός — μυωτός, ή, όν (Α) [μυς] 1. αυτός που έχει συρραφεί από δέρμα ποντικών ή που είναι κεντημένος με μορφές ποντικών («μυωτὸς χιτών», Πολυδ.) 2. αυτός που αποτελείται από μυς ή αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, ο μυώδης («σάρκες μυωταὶ καθ ἑκάτερον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
εχινέες — ἐχινέες, οἱ (Α) [εχίνος] (η αιτ. ἐχῑνας στον Αριστοτ.) είδος ποντικών με σκληρές και ακανθώδεις τρίχες που ζουν στη Λιβύη … Dictionary of Greek
ζεγέριες — ζεγέριες, οἱ (Α) λιβυκή λ. που σημαίνει βουνά, υψώματα γης, αλλά χρησιμοποιείται στον Ηρόδ. ως ονομασία είδους ποντικών («μυῶν δὲ γένεα τριζὰ αὐτόθι ἐστί οἱ μὲν δίποδες καλέονται, οἱ δὲ ζεγέριες», Ηρόδ.) (κατά τον Ησύχ.) «ζεγερίαι» … Dictionary of Greek
καπάντζα — η 1. παγίδα για τη σύλληψη πτηνών ή ποντικών 2. καταπακτή 3. πρόσθετο παραθυρόφυλλο με το οποίο καλύπτονται οι βιτρίνες τών καταστημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapanca] … Dictionary of Greek