-
1 σηστός
-
2 Σηστος
ἡ и ὅ Сест ( город на геллеспонтском побережье Херсонеса Фракийского) Hom., Her., Thuc., Xen., Arst. -
3 Σηστός
Σηστόςfem nom sg -
4 σηστός
σηστόςthe sifter: masc nom sg -
5 Σηστός
-
6 σηστός
II σηστὸν καρύων Ποντικῶν, perh. name of a measure, PCair.Zen.13.22, cf. 12.9 (iii B.C.). -
7 Σηστός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Σηστός
-
8 σηστός
-
9 ἄ-σηστος
-
10 Σηστόν
Σηστόςfem acc sg -
11 σηστόν
σηστόςthe sifter: masc acc sg -
12 τηλία
τηλία, ἡ, att. statt des ion. u. gemeinen σηλία, das Sieb, der Siebrand; Schol. Ar. Plut. 1037 κοσκίνου κύκλος, der noch hinzusetzt ἢ σανὶς πλατεῖα, ἐφ' ἧς ἄλφιτα ποιοῦσιν, wozu ein Beispiel aus Eupolis angeführt wird: τινὲς δὲ τηλίαν ξύλον φασὶ πλατύ, εἰς ὃ οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπιξηραίνουσι· ἄλλοι δὲ τηλίαν τὸ τῆς καπνοδόχης πῶμα, ὅ ἐστι περιφερές, Deckel des Rauchfangs; vgl. Ar. Vesp. 147. Wahrscheinlich also übh. eine Fläche mit einem erhöhten od. vorspringenden Rande. – Auch der Tisch oder das Brett, auf welchem man Würfel spielte; ἡ τηλία τίϑεται, Aesch. 1, 53; vgl. Poll. 7, 203; B. A. 307. – Auch das Gerüst, auf dem man Streithähne u. Wachteln kämpfen ließ, Poll. 9, 108; Arist. rhet. 3, 10 führt an Σηστὸς τηλία Πειραιῶς.
-
13 Σηστιος
-
14 Σηστοίο
-
15 Σηστοῖο
-
16 Σηστού
-
17 Σηστοῦ
-
18 Σηστώ
-
19 Σηστῷ
-
20 Σηστώι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σηστός — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστός — the sifter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… … Dictionary of Greek
Σηστός — η αρχαία πόλη στις ακτές του Ελλησπόντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σηστοῖο — Σηστός fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστοῖο — σηστός the sifter masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστοῦ — Σηστός fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστοῦ — σηστός the sifter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστῷ — Σηστός fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστῷ — σηστός the sifter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστόν — Σηστός fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)